σιλάνς σιλβουπλέ,
της Μαρινέλλας Βλαχάκη
Από
την πρώτη σελίδα κιόλας αυτού του μυθιστορήματος, νιώθεις πως κρατάς στα χέρια
σου ένα ημερολόγιο. Το ημερολόγιο μιας ολόκληρης γενιάς. Κι είναι με τέτοιο
τρόπο γραμμένο που θαρρείς, αν ανήκεις σ’ αυτή τη γενιά, πως έχει τις μνήμες
κάποιου συγγενικού σου προσώπου ή και τις δικές σου.

Γιατί όμως γράφει η ηρωίδα, θα
αναρωτηθεί ο αναγνώστης. Ίσως για να μην ξεχάσει. Να μην ξεχάσει τα κακοπαθήματά
της; Σίγουρα, όχι. Γράφει, για να μην ξεχάσει πως χρέος απέναντι στην ύπαρξή
της έχει, να κλείσει τις βαθιές πληγές της, να αρνηθεί κάθε είδους επιβολή, να
νικήσει τις σκιές της και να διεκδικήσει αυτά που άθελά τους ή και ηθελημένα,
της στέρησαν οι άλλοι. Αισιοδοξία, ελευθερία, αλήθεια, υγεία, ζωή.
Διαβάζοντας τα γραφτά με τις σκέψεις
και τις εξομολογήσεις της ηρωίδας, την ακολουθούμε στις δύσκολες ώρες της
θλίψης, της απογοήτευσης και των κρίσεων της ψυχής της. Οι σκιές κάθονται και
στο δικό μας στομάχι και η φωνή μας σβήνει μαζί με τη δική της. Ακολουθούμε
όμως την ηρωίδα και στις όμορφες, δεν έχει σημασία αν είναι ελάχιστες, ώρες.
Όπως τότε που πήρε υπό την προστασία της το κουκουβαγάκι. Τότε που το υιοθέτησε
και έβαλε τα δυνατά της να του προσφέρει σα στοργική μάνα την αγάπη που του
άξιζε, την αγάπη που εκείνη δεν είχε λάβει.
Τελειώνοντας την ανάγνωση αυτού του
θαυμάσιου μυθιστορήματος, σκέφτομαι πως, πράγματι, όσο κι αν οι αρμοί της
βάρκας της ζωής μας έχουν διαρκώς ανάγκη από καλαφάτισμα, όσο κι αν οι
φουρτούνες διαδέχονται η μια την άλλη, θα τη βρούμε την ξαστεριά. Να το
θυμόμαστε...