Πέμπτη 7 Δεκεμβρίου 2023

 

Κρήτη μου, της Σαμπά Αλτίνσαϊ

Χρόνια πολλά μετά την πρώτη ανάγνωσή του, κατέβασα από τα ράφια των κρητικών στη βιβλιοθήκη μου, το βιβλίο της Τουρκάλας συγγραφέως Σαμπά Αλτίνσαϊ, που έχει τον τίτλο «Κρήτη μου». Θυμάμαι τις αντιδράσεις που είχε προκαλέσει εκείνη την εποχή η έκδοση αυτή. Σήμερα, αναρωτιέμαι, όλοι οι τότε επικριτές του βιβλίου, είχαν μπει στον κόπο να το διαβάσουν; Φοβάμαι πως όχι.

Διαβάζω ξανά για τη ζωή του Ιμπραήμ Γιαμαρκαμάκη, για τους καημούς, τα βάσανα μα και τα όνειρά του κι η ψυχή μου, γι’ άλλη μια φορά, ταράζεται. Έτοιμη να μου επιβάλει αυστηρό επιτίμιο είναι! Πώς γίνεται, μού φωνάζει, να πονώ και να νοιάζομαι για τον παλιό μου δυνάστη, αυτόν που, για αιώνες, πότιζε μ’ αίμα τον βίο των προγόνων μου; Η ταραχή της ψυχής μου σβήνει με το που συναντιέται με την ετοιμοθάνατη ψυχή του Αβραμάκη. Αδερφωμένες οι δυο ψυχές, κουβέντες ανταλλάσσουν μυστικές κι εγώ αφουγκράζομαι με κόπο και λαχτάρα, ν’ ακούσω…

Το χρυσόδετο βιβλίο της Ιστορίας, τις ακούω να λένε, εκτός από τα κεφάλαια του ορατού, τα γεμάτα με σελίδες δόξας, ανδραγαθίας κι ηρωικών πράξεων, έχει κι ένα κεφάλαιο αόρατο. Σ’ αυτό, έχουν χαραχτεί με δάκρυα και μ’ αίμα πολύ συχνά, τα όσα έζησαν, τα όσα ονειρεύτηκαν, τα όσα κακοπάθησαν, οι άνθρωποι οι μικροί, οι ταπεινοί, που ασήμαντους τούς ονομάτισαν οι μεγάλοι και τρανοί δικαστές του χρόνου. Κι είναι τ’ αόρατο το κεφάλαιο ετούτο που θα το βρει κανείς ίδιο κι απαράλλαχτο, όποιου λαού την Ιστορία κι αν ανοίξει. Κοινή η μοίρα των ανθρώπων: να γεννιούνται, να ονειρεύονται, να κάνουν βιος και έργα μικρά ή μεγάλα, να αναχωρούν για το τελευταίο ταξίδι… Κοινές οι χαρές, κοινοί και οι καημοί. Κοινή και η Προσφυγιά.

Στέκομαι, αόρατος κι εγώ στου αοράτου τις σελίδες, στην άκρη του γιαλού, έξω απ’ του Μόρο τ’ αρσενάλι, στο πλάι του Αβραμάκη, την ώρα που ανεβαίνει αυτός κι η φαμελιά του στις λάντζες που θα τους ανεβάσουνε στο καράβι του ξεριζωμού. Του φωνάζω, κι ας ξέρω πως δε θα μ’ ακούσει, να μη βαροκαρδίσει, στην Ανατολή σα φτάσει κι ακούσει να τον κράζουνε κιρλί Γιουνάν… Κοινή η μοίρα των ανθρώπων Αβραμάκη, σκέφτομαι, και στην αντίπερα του Αιγαίου την ακτή, με μιαν ανάσα φτάνω. Στέκομαι, αόρατος κι εγώ στου αοράτου τις σελίδες, στην άκρη του Κιαί, της Σμύρνης της χιλιοτραγουδισμένης. Δίπλα σε μια γιαγιά κι έναν παππού που σφίγγει στον κόρφο του τυλιγμένο σ’ ένα μαντίλι, ένα βόλο αγιασμένο χώμα από τα Κιμιντένια. Για να φυτέψει έναν βασιλικό στον τόπο που πάνε, λέει στη γερόντισσά του.  Του φωνάζω, κι ας ξέρω πως δε θα μ’ ακούσει, να μη βαροκαρδίσει σαν πατήσει σε χώμα ελληνικό κι ακούσει να τον κράζουνε τουρκόσπορο…

Ολοκληρώνοντας τη δεύτερη ανάγνωση του μυθιστορήματος της Αλτίνσαϊ, σκέφτομαι πως η συγγραφέας έχει καταφέρει να παρουσιάσει με σοβαρότητα, και αναγνωρίζοντας σε κάποια σημεία το αυτονόητο του αγώνα των Κρητών για ανεξαρτησία, το δράμα της προσφυγιάς των μουσουλμάνων της Κρήτης και κατ’ επέκταση όλων των ανθρώπων που η ζωή τούς οδήγησε στην προσφυγιά. Σκέφτομαι πως είναι μια γενναία γυναίκα και συγγραφέας η οποία τόλμησε να σταθεί με κριτική ματιά στο θέμα της ανταλλαγής των πληθυσμών, αποφεύγοντας εθνικιστικές εξάρσεις που σίγουρα θα την έκαναν περισσότερο αρεστή στο τουρκικό αναγνωστικό κοινό. Σε λογοτεχνικό επίπεδο, δεν μπορώ να κρύψω τον θαυμασμό μου για τη γραφή της σε δύο συγκλονιστικές, κατά την άποψή μου, σκηνές. Στην πρώτη σκηνή, παρουσιάζεται η σωματική πάλη του Ιμπραήμ με τον Μελέτιο, αντικατοπτρισμός της διαμάχης αιώνων ανάμεσα σε Χριστιανούς και Μουσουλμάνους στην Κρήτη. Στη δεύτερη σκηνή, παρουσιάζεται η πάλη του Ιμπραήμ με την ψυχή του και ο θάνατός της, αποτέλεσμα της προσφυγιάς. Σε ανθρώπινο επίπεδο, δεν μπορώ να πω ότι δε συγκινήθηκα διαβάζοντας ότι η συγγραφέας, εγγονή του Αβραμάκη και της Φατμά, ταξίδεψε στην Κρήτη και αναχωρώντας, με την ολοκλήρωση του ταξιδιού της, πήρε μαζί της λίγο κρητικό χώμα, να το ρίξει στον τάφο του παππού της που, αν και το λαχταρούσε, δεν κατάφερε (ή δε βρήκε τη δύναμη ψυχής; ) να επισκεφτεί ξανά την Νήσο.


[Σαμπά Αλτίνσαϊ, Κρήτη μου, εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ, Αθήνα 2008]