Παρασκευή 23 Φεβρουαρίου 2024

 

Ανήφορος, του Νίκου Καζαντζάκη

Περίσσεψε η ανθρώπινη η ανάγκη στους καιρούς τους τωρινούς. Ψάχνει η ψυχή χέρι γερό να την κρατήσει, μη γονατίσει, κι άλλο γερότερο δε βρίσκει από το χέρι του μεγάλου διανοητή της Νήσου.

 Ένα χειρόγραφο λοιπόν, του Καζαντζάκη, ξεχασμένο σχεδόν, βγήκε από της σιωπής τη χώρα, βιβλίο γίνηκε κι έφτασε στα χέρια όσων λαχταρούν η δύναμη της λέξης η μεγάλη, δύναμη της καρδιάς τους να γενεί.

            Μετά τον μεγάλο πόλεμο, η φρίκη και η καταστροφή που απλώθηκαν στον κόσμο, γέννησαν στην ψυχή του συγγραφέα το χρέος να γράψει για όσα πρέπει ο άνθρωπος να μην ξεχνά, για όσα πρέπει ο άνθρωπος Αγώνα να κάνει. Το κεντρικό πρόσωπο του έργου, ο Κοσμάς. Άνθρωπος του Πνεύματος, άνθρωπος της Ευθύνης, προφανώς ο ίδιος ο Καζαντζάκης.

            Ταξιδεύει ο Κοσμάς στην Νήσο, στον Κόσμο μα και στης Μοναξιάς τη γη. Όχι για να γνωρίσει το καινούργιο, μα για να ανα-γνωρίσει και να υπενθυμίσει στον εν ανάγκη αναγνώστη Αλήθειες μεγάλες. Όταν τελειώνει ο πόλεμος και επιστρέφει στην Νήσο ο Κοσμάς, νιώθει πως πρέπει να δώσει λογαριασμό για όσα έκαμε στη μέχρι τότε ζωή του. Ο τόπος, ο σημαδεμένος από τις θηριωδίες του κατακτητή, θαρρείς τού ζητά να κάμει λογαριασμό και να πει αν βάδισε άτρομος κάτω απ’ το Φως, μακριά απ’ τους ίσκιους. Τα ματωμένα απ’ τους Αγώνες λιθάρια τού φωνάζουν να μη φοβάται τον θάνατο. Μόνο εχθρό του, τη φθορά να λογαριάζει. Στην Νήσο επιστρέφει ο Κοσμάς όχι μόνος του, μα με την ευαίσθητη και εύθραυστη γυναίκα του τη Νοεμή που, φέροντας πάνω της τα σημάδια και τις ρωγμές που γέννησε ο πόλεμος, μοιάζει περισσότερο με σκιά ανθρώπου που δεν μπορεί να ξεχάσει, δεν ελπίζει και δεν προσμένει να σβήσει η βαριά θλίψη από την ψυχή της. Το τέλος της, μοιάζει προδιαγεγραμμένο.

            Ταξιδεύει ο Κοσμάς στον Κόσμο και παλεύει να ενώσει τους ανθρώπους του Πνεύματος σε κοινό Aγώνα, ενάντια στον πόλεμο που πάντα παραμονεύει να σπείρει το χάος, ενάντια στην άλογη χρήση της επιστημονικής γνώσης που μπορεί να γίνει πηγή νέων δεινών. Παλεύει ο Κοσμάς κι όταν απογοητεύεται βλέποντας πως δεν έχουν όλοι την ίδια αγωνία για τα μελλούμενα, ανάσα παίρνει την ώρα που συναπαντιέται με την ξενιτεμένη ελληνική τέχνη και καμαρώνει την αλαφράδα  της – πάντα δυνατής – ύλης που βρίσκεται σε τέλεια ισορροπία με τη χάρη. Ταξιδεύει ο Κοσμάς, βλέπει τον μεταπολεμικό άνθρωπο να βασανίζεται, ζώντας σε μια εποχή κατώτερη των προσδοκιών του και τον καλεί να ονειρευτεί και να χτίσει τον δικό του κόσμο, «στο μπόι της καρδιάς του», απόλυτα δικό του, παντοδύναμο.

            Και στην Κρήτη και στην ξένη γη, ο Κοσμάς δηλώνει με κάθε του λόγο, με κάθε του πράξη, πως ο διαρκής Αγώνας είναι το μεγάλο χρέος του σύγχρονου πνευματικού ανθρώπου. Ο διαρκής Αγώνας που οδηγεί τον άνθρωπο ψηλότερα. Και δρόμος, γι’ αυτόν τον αγώνα, σωστότερος από τον  Ανήφορο, δεν υπάρχει.

            Ταξιδεύει ο Κοσμάς. Ταξιδεύει ο Καζαντζάκης. Και αγωνίζεται. Κι όταν πια η αποστολή του τελειώνει – αν τελειώνει ποτέ – συναντά τη Μοναξιά, συνθήκη ικανή να του δώσει τη δύναμη να κάνει και να καταγράψει την δική του, πνευματική εξομολόγηση, το δικό του ασκητικό όραμα. Παντοτινή υπενθύμιση προς εμάς. Να μην ξεχνάμε πως ανάμεσα σε δυο αβύσσους «…το μεταξύ διάστημα το λέμε Ζωή…» και «…σκοπός της εφήμερης ζωής είναι η αθανασία.»

[Νίκος Καζαντζάκης, Ανήφορος, Εκδόσεις Διόπτρα, Αθήνα 2022]