Τρίτη 10 Νοεμβρίου 2020

 

Διηγήματα, της Ρέας Γαλανάκη
 

Τον εγκλεισμό του σώματος και της Ψυχής, βάλθηκα να ζυγιάσω μες στη νύχτα. Στους δίσκους ενός αόρατου ζυγού, απόθεσα την ιδέα του έγκλειστου κορμιού από τη μια και αυτήν της έγκλειστης Ψυχής από την άλλη. Ταράχτηκα βλέποντας τον δίσκο της Ψυχής να γέρνει αργά. Μα δε φοβήθηκα. Έμαθα, χρόνια τώρα, το γιατρικό για να την κάνω να αλαφραίνει. Και βρίσκω το αμέσως. Όχι στο αποστειρωμένο και γυαλιστερό κουτί με τα ιάματα ( τι τρέλα, αλήθεια, να τα λέμε φάρμακα ή μήπως δηλητήρια όντως είναι; ) μα στα μεγάλα ξύλινα ράφια όπου κουρνιάζουν σιωπηλά, του Νου και της Ψυχής σπουδαίων Ανθρώπων έργα, τα Βιβλία. Έναν κανόνα έχω ορίσει. Όσα δεν έχουν ακόμη τον σκοπό τους εκπληρώσει, πλαγιαστά τα βάζω, ανάπαυση να βρουν πριν τη μεγάλη μάχη. Μα όσα έχουν την αποστολή τους εκτελέσει, όρθια τα στέκω και ορίζω τα φρουρούς ακοίμητους στου ερέβους την ορθάνοιχτη την πύλη. Κι αυτά, μήτε ένα βήμα, του σκοταδιού δεν επιτρέπουν, στη φωτερή αυλή του κόσμου μου να σύρει.

Απόψε διάλεξα της Ψυχής μου, και της δικής σας αν το θελήσετε, συντροφιά, τα Διηγήματα της Ρέας Γαλανάκη. Μόλις στα χέρια σου το βιβλίο πάρεις, ένα εξώφυλλο όμορφο, ελπιδοφόρο, σε καλωσορίζει. Ένα αλογάκι της Παναγιάς, στην πρώτη του νιότη, ακροβατεί σε μιαν αόρατη κλωστή απάνω, ανάμεσα στο Φως και στο σκοτάδι. Ξεκάθαρο είναι θαρρώ, το Φως πως το ‘χει κερδίσει.

Σαν όνειρο, μοιάζει το Βιβλίο τούτο. Θαρρείς πως σ’ έναν δρόμο περπατάς κι αριστερά και δεξιά σου έντεκα θύρες σφαλιστές, προσμένουν διάπλατα να τις ανοίξεις. Χωρίς κλειδιά, μ’ ένα σου νεύμα, μ’ ένα σου «θέλω, λαχταρώ να δω»…

Στο άνοιγμα της κάθε θύρας, γίνεσαι μάρτυρας ορατών και αοράτων. Τη μια, η μνήμη τη λήθη αντιπαλεύει. Την άλλη, η αδιαφορία τη συμπόνοια για τ’ ανθρώπινα πασχίζει να συντρίψει. Σε άλλη θύρα, βλέπεις το μαυρόασπρο να προσπαθεί τα εντός του χρώματα στο άχρωμο-χρωματιστό να φέρει. Και σε μιαν άλλη θύρα, βλέπεις παλιούς σου γνώριμους, σε ένα καινούργιο γεύμα σε παλιό σερβίτσιο να παρακάθονται. Σ’ αυτό το γεύμα, παρακάλεσα να με δεχτούν οι αγαπημένοι και αξέχαστοι συνδαιτημόνες: η Ελένη, ο Ανδρέας, ο Εμμανουήλ…

Άδικο θα ‘ταν πιο πολλά να γράψω και τη μαγεία του βιβλίου να χαλάσω. Ο αναγνώστης, καλύτερα μονάχος του, μες στις σελίδες των Διηγημάτων της Ρέας Γαλανάκη, τον δρόμο του να βρει. Κλείνω την ταπεινή γραφή μου, μ’ έναν σπουδαίο λόγο που άκουσα ν’ αντιβοά, η έκτη θύρα σαν άνοιξε εμπρός μου: «… Παλιό είναι το σώμα που μπορεί να οραματίζεται το μέλλον του, παλιό είναι αυτό που ξέρει ότι θα καταργηθεί από ένα δικό του όνειρο, γι΄ αυτό τον λόγο το παλιό δεν χάνεται, ξαναγεννιέται μέσα απ’ το καινούργιο…»