Πέμπτη 12 Ιανουαρίου 2023

 

Κι οι θάλασσες σωπαίνουν, του Νίκου Ψιλάκη

Ο Νίκος Ψιλάκης έγραψε αυτό το πραγματικά εξαιρετικό μυθιστόρημα, έχοντας ως άξονα την τραγική ιστορία της βύθισης του Τάναϊς. Το φορτηγό ατμόπλοιο Τάναϊς, αγορασμένο το 1935 από τον εφοπλιστή Στέφανο Συνοδινό, βυθίστηκε στις 26 Μαΐου 1941, στη Σούδα, από γερμανικά αεροπλάνα. Ανελκύστηκε όμως, κατασχέθηκε από τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής και επισκευάστηκε με νέα αποστολή του, τη μεταφορά φορτίου και επιβατών μεταξύ ηπειρωτικής χώρας και νησιών του Αιγαίου. Στις 9 Ιουνίου 1944, έχοντας στα αμπάρια του περίπου τριακόσιους Εβραίους από τα Χανιά, είκοσι έξι από το Ηράκλειο, πέντε οικογένειες από το Ρέθυμνο, δεκάδες χριστιανούς Κρητικούς αλλά και Ιταλούς αιχμαλώτους πολέμου, τορπιλίστηκε από βρετανικό υποβρύχιο. Σχεδόν όλοι οι επιβαίνοντες πνίγηκαν.

Ο συγγραφέας, δεν έμεινε στο ιστορικό γεγονός της βύθισης του Τάναϊς. Το χρησιμοποίησε σαν καμβά και, με αριστοτεχνικό τρόπο, δημιούργησε ένα πολυεπίπεδο μυθιστόρημα. Ξεκινώντας με τη δήλωση «…όλα τα λείψανα μιλάνε…» και με την πεποίθηση ότι «…γειτονεύουν οι λέξεις… γειτονεύουν οι ζωές… γειτονεύουν οι θάνατοι…», μας παρασύρει σε ένα συγκλονιστικό ταξίδι αναζήτησης.

Ακολουθώντας τον ήρωα, τον γιο του Ρούσσου Κομητά, στο ταξίδι του, ο αναγνώστης θα βιώσει πολλά και έντονα συναισθήματα. Κι αυτό γιατί, ο ήρωας, αναζητά τα σημάδια του πατέρα του στον χώρο και τον χρόνο. Παλεύει να καταλάβει τον πατέρα που ελάχιστα γνώρισε, αφού ο δρόμος της δικής του ζωής τον οδήγησε μακριά. Παλεύει να δικαιώσει τον χαμένο πατέρα, να φανερώσει και να εξάρει τον άξιο αγώνα του. Παλεύει, όμως, να γνωρίσει και τον ίδιο του τον εαυτό.

Πλάι στον γιο του Ρούσσου, ο αναγνώστης πολλά θα διδαχτεί. Για τη ζωή του ανθρώπου που είναι μέγα μυστήριο. Μα και για τον έξω κόσμο, που αν σε πνίγει, τη δύναμη έχεις και το χρέος να αναζητήσεις μέσα σου έναν τόπο καθαρότερο, κατοικία να κάμεις. Και τ’ άδικο που κυκλώνει τον κόσμο, θα κυκλώσει όποιον το βιβλίο ετούτο κρατήσει στα χέρια του και θα τον κάμει να νιώσει πως, όταν διώκεται ένας άνθρωπος, είναι σα να διώκονται όλοι οι άνθρωποι μαζί. Μόνιμη συντρόφισσα του αναγνώστη, σ΄ έναν δρόμο που ανοίγεται μέσα σε τετρακόσιες τόσες σελίδες, η φιλοσοφική διάθεση. Για το Θεό και για τον κόσμο, για τον παράδεισο, για την ψυχή. Και για τη μνήμη, που κονταροχτυπιέται με τη λήθη, του χάρου τη φρικτή αδερφή.

Ο συγγραφέας, επίσης, καταφέρνει με θαυμάσιο τρόπο – με ιντερμέδια των παλιών καιρών θαρρείς - να παραθέσει την άποψή του για ζητήματα που βασανίζουν τον άνθρωπο της πένας. Έτσι, απαντά στο μεγάλο ερώτημα. Γιατί παίρνει την απόφαση να γράψει κάποιος; Γιατί «…είναι μια τελετή και η γραφή, ν’ ανάβεις το λύχνο, να απλώνεις μπροστά σου το παρθένο χαρτί, να σμιλεύεις τις λέξεις, κάποτε κάποτε να αναπλάθεις τον χρόνο, να ξαναζείς αυτά που περάσανε και, ύστερα, να τα διαβάζεις σαν ένα βιβλίο που το ανοίγεις για πρώτη φορά, ένα μυθιστόρημα που το ζεις και ελπίζεις να έχει το καλύτερο τέλος. Είναι τότε που …γίνεται μπάλσαμο και η γραφή…». Όσο για την αξία της Ιστορίας, πώς να διαφωνήσεις  μαζί του όταν μιλά για της μικρής Ιστορίας τους αμύθητους θησαυρούς; Χρώματα και αγγίγματα, οσμές και γεύσεις, αισθήσεις και αισθήματα που η μεγάλη Ιστορία δεν καταδέχεται καν να ακουμπήσει. Θα καταλάβουμε άραγε, κάποτε, πως η αληθινή ιστορία δε φωλιάζει σε μάχες και βασιλικές εθιμοτυπίες, μα στον βαθύ αναστεναγμό των ταπεινών ανθρώπων;

Έχοντας ολοκληρώσει τη δεύτερη ανάγνωσή του, κρατώ στα χέρια μου το βιβλίο του Νίκου Ψιλάκη, με τίτλο «Κι οι θάλασσες σωπαίνουν» και μελετώ το εξώφυλλό του. Μια θάλασσα τρικυμισμένη και μέσα απ’ τα κύματά της προβάλλει – ή βυθίζεται άραγε ; - μια αέρινη μορφή ενός κοριτσιού που κοιτάζει, ίσως κατάματα, τον αναγνώστη. Η αντίθεση ανάμεσα στον τίτλο και την εικόνα, μεγάλη. Κι είναι, σαν ν’ αποκτά ζωή η πρώτη σελίδα του σπουδαίου αυτού μυθιστορήματος και με τη φωνή του κοριτσιού να ψιθυρίζει: Αναγνώστη, μη φοβηθείς τη θάλασσα. Βυθίσου μέσα της, διάβασε, τη σιωπή αν θες να πολεμήσεις!

[Νίκος Ψιλάκης, Κι οι θάλασσες σωπαίνουν, εκδόσεις Καρμάνωρ, Ηράκλειο 2018]