Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2020

Ανάγνωσης Σκέψεις

Στους δρόμους του Αυγερινού, του Αντώνη Σχετάκη



Ακολουθώντας τους δρόμους του Αυγερινού, ένα ταξίδι αρχίζει ο αναγνώστης. Στον χώρο και τον χρόνο. Ένα ταξίδι μαθητείας. Παραγιός γίνεται του Αντώνη Αυγερινού και, στο πλάι του, βλέπει καινούριους και θαυμαστούς τόπους, ερωτεύεται, αγωνίζεται, παλεύει για ιδέες μεγάλες, υποφέρει.

Το ταξίδι αυτό δεν είναι εύκολο για τον Αυγερινό μα ούτε και για τον αναγνώστη. Σε κάθε σταθμό του, συναντούν και μια μεγάλη, πικρή αλήθεια. Ο ήρωας, θαρρείς και γίνεται φωνή δική μας, εσωτερική, διδακτική και μας θυμίζει πως ο πατριωτισμός, σχέση καμιά δεν έχει με τον εθνικισμό και τη στείρα προγονολατρεία. Μας λέει να μην ξεχνούμε πως ο Ελληνισμός ουδέποτε ήταν ξενοφοβικός και πως οι γυναίκες, μεγάλο ρόλο έπαιξαν στους εθνικούς αγώνες. Μας υπενθυμίζει, επίσης, πόσο τραγική μπορεί να αποβεί η εμπλοκή των άθλιων πολιτικών συμφερόντων σε μεγάλες και δύσκολες ώρες του τόπου μας. Ο Αντώνης, με πίκρα διαπιστώνει τα καταστροφικά για τα μνημεία του τόπου αποτελέσματα της εθνικής μισαλλοδοξίας και της ιστορικής άγνοιας. Δεν παραλείπει να μιλήσει, με θάρρος, για την αιώνια καταδίκη του τόπου μας. Η πατρίδα, παραδομένη στα χέρια ιδιοτελών ανθρώπων, αντί να ανταμείβει όσους προσφέρουν τα πάντα για αυτήν, τους απαξιώνει και τους ταπεινώνει άδικα.

Το ταξίδι του αναγνώστη, στο πλάι του Αυγερινού, ξεκινά από τη Νήσο και τελειώνει σε αυτήν. Δε θα μπορούσε να γίνει αλλιώς. Ο ήρωας, ακολουθεί τις αόρατες επιταγές των ομηρικών του καταβολών. Απαρνιέται τη στασιμότητα, φεύγει, βασανίζεται, γνωρίζει, μαθαίνει, αλλάζει και επιστρέφει. Το άλγος του νόστου, γεννημένο την ίδια τη στιγμή του φευγιού του, τον φέρνει πίσω στον τόπο του. Όχι για να αναπαύσει την ψυχή και το κορμί του, μα για να δεχτεί, σαν αρχαίος τραγικός ήρωας, κι άλλα χτυπήματα της μοίρας, αδυνατώντας να βρει απαντήσεις στα γιατί των ανθρώπινων παθών.

Η ώρα της λύτρωσης, έρχεται την ύστατη ώρα της μεγάλης αναχώρησης. Τότε ο Αυγερινός δίνει και το μεγαλύτερο μάθημα, στον μυστικό παραγιό του, τον αναγνώστη. Του ψιθυρίζει, με φωνή που αργοσβήνει, πως ανώτερο πράγμα στη ζωή του ανθρώπου δεν υπάρχει από το να βρίσκει τη δύναμη και να ζητά συγχώρεση για όσα έκανε. Και για όσα δεν έκανε…

Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2020

Ανάγνωσης Σκέψεις



Δυο κιβωτάρια και μια ιστορία…

Το ιστορικό μυθιστόρημα του πανεπιστημιακού δασκάλου Νίκου Παπαδογιαννάκη, το πρώτο λογοτεχνικό βιβλίο του που εκδίδεται, με τίτλο «Δυο κιβωτάρια και μια ιστορία», από τις εκδόσεις Λεξίτυπον, είναι αφιερωμένο «στα εκατόχρονα της Ένωσης της Κρήτης με την Ελλάδα (1913-2013)».

Ο συγγραφέας μέσα από μια απόλυτα επιτυχημένη σύνθεση, καταφέρνει να παρουσιάσει την, τραγικών διαστάσεων, αναζήτηση της ταυτότητας των ηρώων σ’ έναν καιρό ιστορικών ανακατατάξεων, στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα. Δεν είναι στόχος του συγγραφέα η παρουσίαση των ιστορικών σταθμών της πορείας του Νησιού προς την Ένωση. Τα γεγονότα είναι, εξ άλλου, ήδη καταγεγραμμένα σε ιστορικά συγγράμματα. Η Ιστορία, λειτουργεί σαν ένας αόρατος μίτος που καθοδηγεί τους ήρωες στην πορεία τους προς την αυτοπραγμάτωση.

Μεγάλος ο καημός του Χατζή Μιχάλη Γιάνναρη και θεριεμένος από τους πολύχρονους αγώνες του για τη Λευτεριά και την Ένωση. Μεγάλος ο καημός και του ανιψιού του, Αντωνίου Γιάνναρη για τη Λευτεριά μα και για την πνευματική αναγέννηση του Νησιού.  Ο καπετάνιος αξιώθηκε να σταθεί μπροστά στον ιστό της σημαίας στο Φιρκά. Αξιώθηκε να τραβήξει το σκοινί του ασπρογάλανου ιερού πανιού στέλνοντάς το ψηλά στον αιθέρα. Αξιώθηκε, με την ψυχή σφραγισμένη από το αίμα των παλικαριών που έφυγαν, να αϊδάρει τη χιλιοβασανισμένη σκλαβοπούλα Κρήτη να ΄βρει τη θέση που της έπρεπε στην αγκαλιά της Μεγάλης Μάνας. Βέβαια, ο καπετάνιος γνώριζε πως οι φουρτούνες δεν είχαν τελειώσει και πως το τιμόνι του καραβιού αναζητούσε γερά χέρια. Προφητικά θαρρείς, μιλώντας με το  Λευτεράκη του είπε: «Ναι, Λευτεράκη. Γι’ αυτό βάστα γερά το τιμόνι και σέβου τσι λυκοφιλιές! Είδες τον-ε το ρούφουλα και τα πουλιά; Η Παναγία να σε βλέπει κι εσένα κι ούλους μας».

 Ο Αντώνιος Γιάνναρης πορεύτηκε στη ζωή του σαν ένας πραγματικά πνευματικός άνθρωπος. Σαν ένας σύγχρονος Οδυσσέας αρμένισε σε τόπους μακρινούς, σε τόπους άξενους, αφιερωμένος ολοκληρωτικά στην έρευνα και τη μελέτη της Ελληνικής Γλώσσας. Αγωνίστηκε να δώσει στη Γλώσσα μας τη θέση που της άρμοζε. Αγωνίστηκε ώστε να γίνει η Γλώσσα όπλο τρανό στα χέρια των Ελλήνων. Δύσκολος ο αγώνας του και όχι δίχως απώλειες για τον ίδιο. Οι δύσκολες συνθήκες ζωής και το αταίριαστο για το κρητικό κορμί κλίμα των ξένων τόπων, έφθειραν την υγεία του. Και σαν μην έφτανε αυτό, η γυναίκα του, Μαίη Ντέινα, πήρε τις δυο κόρες τους, Κορδηλία και Μερόπη και επέστρεψε στην πατρική εστία των Ντέινα στις Συρακούσες της Νέας Υόρκης. «Its all greek to me», φέρεται να είπε στον Αντώνιο, κάποια στιγμή, αναφερόμενη στο έργο του. Ακαταλαβίστικα, δηλαδή, της φαίνονταν όλα εκείνα για τα οποία αγωνιζόταν ο σύζυγός της. Ο Αντώνιος δεν μπόρεσε να ξεχάσει τις φωνές των κοριτσιών του καθώς έφευγαν: «Daddy, daddy come with us to New York». Τα χρόνια περνούσαν κι αυτός ονειρευόταν πότε θα ξαναφέρει τις θυγατέρες του κοντά του, να ανεβούνε στους Λάκκους και «να τις δει να πηδούν μαζί με τα ρίφια στον ανθισμένο κάμπο του Ομαλού». Έτσι, μην αντέχοντας πια το χωρισμό, το 1909 πήρε τη μεγάλη απόφαση: Χωρίς να λογαριάσει τα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε, αποφάσισε να διασχίσει τον Ατλαντικό και να συναντήσει τις θυγατέρες του. Η πολυπόθητη συνάντηση, όμως,  δεν έγινε ποτέ. Τον Απρίλιο του 1909 σε ηλικία 57 ετών, πέθανε κατά τη διάρκεια του ταξιδιού από συγκοπή και, «…τον νεκρόν έρριψαν εις τον Ωκεανόν».


Έτσι λοιπόν, έφτασε στο τέλος της ζωής του ο Αντώνιος Γιάνναρης. Όταν τελειώνει η ανάγνωση του εξαίρετου βιβλίου του Νίκου Παπαδογιαννάκη, ένα ερώτημα γεννιέται: Τι απέγιναν οι θυγατέρες του Αντωνίου; Έζησαν μια όμορφη ζωή; Μήπως ακολούθησαν το δρόμο του πατέρα τους; Μετά από διαδικτυακή έρευνα και συγκεκριμένα στο αρχείο της εφημερίδας «Syracuse Herald», διαπιστώθηκαν τα παρακάτω:


Η Κορδηλία, πέθανε στις 29 Σεπτεμβρίου 1918, σε ηλικία 27 ετών, από την ισπανική γρίπη, στο Σικάγο. Στη νεκρολογία της, στην έβδομη σελίδα του φύλλου της 1ης Οκτωβρίου 1918, της εφημερίδας Syracuse Herald, αναφέρεται ότι επρόκειτο να μεταφερθεί η σωρός της στις Συρακούσες για την ταφή. Επίσης αναφέρεται ότι «η δεσποινίς Γιάνναρη, ήταν εξέχον μέλος της κοινωνίας των Συρακουσών. Αναχώρησε από την πόλη πριν από δύο έτη και εγκαταστάθηκε στο Σικάγο. Ήταν μέλος της Εταιρείας της Μεγάλης Όπερας του Σικάγο. Απόφοιτος του Σχολείου Goodyear-Burlingame, συνέχισε τις σπουδές της στο Πανεπιστήμιο των Συρακουσών και στη Νέα Υόρκη. Αφήνει πίσω της την μητέρα της, κυρία Μαί(ρ)η Ντέινα Γιάνναρη και μία αδερφή, την κυρία Μερόπη Γιάνναρη Μακνίλ…»


Η Μερόπη, πέθανε στις 7 Απριλίου 1919, σε ηλικία 25 ετών, μετά από «σύντομη ασθένεια». Στη νεκρολογία της, στην 17η σελίδα του φύλλου της 9ης Απριλίου 1919, της εφημερίδας Syracuse Herald, αναφέρεται ότι πέθανε στη Σάντα Μόνικα, στην Καλιφόρνια. Επίσης, αναφέρονται τα εξής: «Τα νέα του θανάτου της κυρίας Μερόπης Γιάνναρη Μακνίλ, πρώην κατοίκου της πόλεως, έφτασαν σήμερα Πέμπτη. Η κυρία Μακνίλ πέθανε τη Δευτέρα μετά από σύντομη ασθένεια. Ήταν η κόρη της κυρίας Μαίρης (Μαίη) Ντέινα Γιάνναρη. Η οικογένεια ζούσε στην οδό Δρυών και μετακόμισε στην Καλιφόρνια πριν από τρία χρόνια. Η κυρία Μακνίλ εκατάγετο από τη Σκωτία. Ο πατέρας της, καθηγητής Α.Ν. Γιάνναρης κατείχε την έδρα της ελληνικής λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο του Αγίου Ανδρέου στη Σκωτία για ένα διάστημα. Εκτός της μητέρας και του συζύγου της, η κυρία Μακνίλ αφήνει έναν ανήλικο γιο».

 
Η μητέρα των κοριτσιών, η Μαίρη (Μαίη), πέθανε στις 5 Ιουνίου 1942, στο σπίτι της στη Βοστόνη. Στη νεκρολογία της, στην 15η σελίδα του φύλλου της 17ης Ιουνίου 1942, της εφημερίδας Syracuse Herald, αναφέρονται μεταξύ άλλων: «… Η κυρία Ντέινα Γιάνναρη, καταγόμενη από τις Συρακούσες, αφήνει πίσω της μία αδελφή, την κυρία Μπάρνετ Νας στη Νέα Υόρκη, έναν εγγονό (προφανώς ο γιος της Μερόπης) τον Ντέινα Μακνίλ, ο οποίος είναι επίσης και υιοθετημένος γιος της κυρίας Γιάνναρη…». Καταλαβαίνουμε λοιπόν ότι η Μαίη υιοθέτησε τον εγγονό της όταν πέθανε η κόρη της, Μερόπη.


Στοιχεία για τον Ντέινα Μακνίλ δεν ήταν εύκολο να βρεθούν. Εάν ζούσε σήμερα, θα ήταν 94 ετών αφού στη διαθήκη της Μαίη το 1942, αναφέρεται ότι ο εγγονός και υιοθετημένος της γιος ήταν 23 ετών. Βάσει της νεκρολογίας της γιαγιάς του, (a grandson, Dana McNeill of Adams House, Cambridge, Mass.), μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι ο Ντέινα Μακνίλ είναι ο Ντέιβιντ Ντέινα Μακνίλ, ο οποίος αναφέρεται στην επετηρίδα της τάξης του 1942 του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ[1]. Σύμφωνα με τα γραφόμενα στην επετηρίδα, ο Ντέιβιντ γεννήθηκε στις 10 Φεβρουαρίου του 1919 (άρα όντως ήταν 23 ετών το 1942), ένα από τα αντικείμενα σπουδών του ήταν η Ιστορία και μελλοντικός στόχος του ήταν η ενασχόληση με τις επιχειρήσεις. Απ΄ ό,τι φαίνεται όμως, ο Ντέιβιντ Ντέινα Μακνίλ πέθανε και αυτός νέος, σε ηλικία 49 ετών. Στο εθνικό κοιμητήριο Άρλινγκτον[2], στον 6ο τομέα και στη θέση 9100-J υπάρχει επιτύμβια στήλη με ημερομηνία γέννησης που ταυτίζεται με αυτή του Χάρβαρντ και ημερομηνία θανάτου την 31η Μαρτίου του 1968. Υπηρέτησε στο αμερικανικό ναυτικό στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και στον Πόλεμο της Κορέας. Ο στρατιωτικός βαθμός που αναφέρεται, ως βετεράνου του αμερικανικού ναυτικού, είναι αυτός του Πλωτάρχη. Άραγε, ο εγγονός του Αντωνίου Γιάνναρη είχε ενημερωθεί από τη γιαγιά και τη μητέρα του για τον σπουδαίο παππού του; Άραγε, έφτασαν ποτέ στα χέρια του τα πονήματα του σπουδαίου προγόνου του; Τα Κρητικά Άσματα; Ο Μικρός Θησαυρός της Ελληνικής Γλώσσας; Η διατριβή επί υφηγεσία για τον Ερωτόκριτο και τον ποιητή του;


Ο αναγνώστης μέσα από τις σελίδες του μυθιστορήματος του Νίκου Παπαδογιαννάκη, συνειδητοποιεί πως η Ιστορία ενός τόπου δεν είναι μόνο οι πολιτικοί αγώνες, η διπλωματία, οι μάχες, η αυτοθυσία, η γενναιότητα και η υπέρβαση του θανάτου. Είναι και η καθημερινότητα των ανθρώπων, με τις θλίψεις και τις χαρές τους, με τα χαμένα τους όνειρα, τους ανεκπλήρωτους έρωτες, τα ηθικά διλήμματα. Ο αναγνώστης νιώθει οικεία τα βάσανα και τους πόθους του Καπετάνιου, των Σήφηδων, της Κατεριάς, του Λευτεράκη, του Αντωνίου… Ο αναγνώστης αισθάνεται, εν τέλει, πως κι αυτός ο ίδιος είναι μέρος της Ιστορίας του τόπου. Κι αυτή η αίσθηση είναι σίγουρα λυτρωτική…


Εφημερίδα "Χανιώτικα Νέα", 10Αυγούστου 2013










[1] Το Χάρβαρντ βρίσκεται στο Καίμπριτζ της Μασαχουσέτης και ένας από τους ξενώνες για τους φοιτητές είναι το Άνταμς Χάουζ.
[2] https://www.findagrave.com/memorial/49257545
Σαν Παραμύθι...

Ο κυρ Βοριάς και οι θυγατέρες του

Τρεις θυγατέρες είχε ο βασιλιάς, ο κυρ Βοριάς. Κι ήτανε τόση η αγάπη του γι' αυτές που δεν τις άφηκε ποτέ, βήμα να σύρουν έξω από του παλατιού τη θύρα τη μεγάλη. Δύσκολη η αγάπη ετούτη για τις τρεις πανώριες κόρες. Πόνο εγεννούσε στην ψυχή των και λαχτάρα μεγάλη να δουν τον έξω κόσμο. Οσα και να 'τανε τα παρακάλια και τα κλάηματά τους, ο βασιλιάς την άδεια να βγουν οι θυγατέρες του στον κόσμο, δεν την έδινε.
Κι αυτές, μες στην απελπισιά τους, του φεγγαριού ξομολογήθηκαν μια νύχτα και βοήθεια ζήτηξαν. Θάμπωσαν τα ολόχρυσα του φεγγαριού τα μάτια, από την ομορφιά των τριώ των κοπελιέδω και είπε: "Νέφη γενείτε!"
 
Ολόχαρες, οι τρεις, αέρινες πια, θυγατέρες, γλίστρησαν μέσα απ' την κλειδωνιά της πόρτας της μεγάλης και στα ουράνια πέταξαν. Τρεις μέρες και τρεις νύχτες αρμένιζαν πάνω από πολιτείες και χωριά. Πολλά είδαν και θαύμασαν. Μα πιο πολύ τις μάγεψε η θάλασσα. Στάθηκαν πάνωθέ της και τις μορφές τους είδαν μέσα της να καθρεφτίζονται. Όχι σαν τρεις νεφέλες μα σα βασιλοπούλες λαμπερές.
Εκείνη τη στιγμή, όμως, ένιωσαν πως του γυρισμού η ώρα είχε 'ρθεί.
 
Με μιας στα δώματά τους γύρισαν και τον πατέρα τους το βασιλιά, βρήκαν στην κλίνη του να κείτεται θλιμμένος.
"Σχωράτε μου, κόρες μου ακριβές. Το άδικο που όρισα τις μέρες σας να κυβερνά, δεν το 'νιωσα ... Λεύτερες είστε, εδώ να μείνετε ή σ' άλλη γη σπίτι να κάμετε..."
Έτσι είπε ο κυρ Βοριάς κι έτσι έγινε. Λεύτερες οι πεντάμορφες, τον κόσμο όλο εφτά φορές γυρίσαν. Είδανε κι έμαθαν πολλά. Κάνανε και καλές παντρειές. Της δύσης, της ανατολής και του νοτιά οι πρίγκιπες, άξια στο πλευρό τους στάθηκαν. Και του κυρού τους η χαρά, άφταστη! Οι ομορφοθυγατέρες του κι οι τρεις, απ' τσι τρανούς τσι νιους ζητήξαν, του κύρη τους το κάστρο, δικό τους σπιτικό να κάμουν. Κι αυτοί ομόγνωμα κι οι τρεις, συμφώνησαν. Πώς τ' ουρανού χατίρι να χαλάσουν;
 
Χαρούμενες και γελαστές, οι κόρες, τις μέρες τους περνούσαν. Και πράγμα απίστευτο, τίποτα από τα ταξίδια τους στον κόσμο δεν ενοσταλγούσαν, παρά μονάχα ένα. Τη θάλασσα και τη στιγμή που πάνωθέ της στάθηκαν, τρεις όμορφες, ολόφωτες νεφέλες και μέσα της την όψη τους και την ψυχή τους, είδαν...