Τρίτη 14 Μαΐου 2024

Φεύγουσα, της Ανδρομάχης Χουρδάκη


            Φεύγουσα Κόρη. Ένα θαυμάσιο γλυπτό βγαλμένο απ’ το εργαστήρι του Αγοράκριτου, μαθητή του Φειδία για το οποίο διαβάζουμε στον Οδηγό του Αρχαιολογικού Χώρου και του Μουσείου της Ελευσίνας στην σελ. 211: “...καμιά αλλοίωση στα χαρακτηριστικά του προσώπου δεν προδίδει τρόμο ή αγωνία (λόγω της φυγής)... ο τεχνίτης δε θέλησε να θυσιάσει την ομορφιά της Κόρης για να αποδώσει φυσιοκρατικά τα έντονα συναισθήματα ... δηλαδή, προτίμησε το κάλλος από την αληθοφάνεια...” Ποια είναι όμως η Φεύγουσα Κόρη; Ποια είναι η ταυτότητά της; Να 'ναι η Περσεφόνη που αναχωρεί από τον δίχως φως γάμο που της ορίστηκε από τη θεϊκή βουλή; Να 'ναι μια απ' τις Ωκεανίδες ή να 'ναι η Εκάτη που τα χέρια της δεν άντεξαν το βάρος από τις δάδες που κρατούσε για να φωτίζει το δρόμο της απόδρασης της Περσεφόνης από το σκοτάδι προς το Φως;

     Όποια και να είναι η Φεύγουσα, αυτό το υπέροχο μαρμάρινο γλυπτό που βρέθηκε να κείτεται στην ιερή γη της Ελευσίνας, στις μέρες μας έγινε πηγή έμπνευσης για την Ανδρομάχη Χουρδάκη, η οποία συνέγραψε το θεατρικό έργο με τίτλο "Φεύγουσα" “σε έξι πράξεις και στον ουρανό της ποίησης”.

        Η συγγραφέας, και μαζί της και εμείς, οι αναγνώστες, ακολουθούμε την Φεύγουσα Κόρη στο ταξίδι της. Ένα ταξίδι που αν και μπορεί να έχει κάποιες στάσεις αναγκαίας καταφυγής, είναι σε κάθε περίπτωση ένα ταξίδι γενναίας φυγής, πάντα προς τα εμπρός. Το παρελθόν της Φεύγουσας Κόρης αν και βαρύ και φορτωμένο με πόνο και πένθος, δεν βραδύνει τα βήματά της. Σε κάποιους σταθμούς της πορείας της, χαρίζει την αγάπη όπως αυτή την εννοεί. Μα οι άλλοι, αλλιώς την λογαριάζουν την αγάπη.  Αυτό, το γνωρίζει καλά η Φεύγουσα. Όπως καλά γνωρίζει πως στο τέλος παραμονεύει η προδοσία. Έχει τη δύναμη όμως και φεύγει από το ψέμα, “σφιχταγκαλιασμένη με την μοναξιά της”.

            Η Φεύγουσα, ιέρεια της Περσέφασσας, καταφύγιο έχει δώσει σ’ όλες του κόσμου τις γυναικείες ψυχές, μες στη δική της την ψυχή. Κι είναι οι ψυχές των γυναικών βαριές από πληγές αρχαίες και κατάρες που χάνονται στου χρόνου τις αρχές. Μα δε φοβάται η Κόρη. Πορεύεται μπροστά, όλο μπροστά και τις πληγές παλεύει να κλείσει και τις παλιές κατάρες παλεύει να σβήσει. Για χάρη της κυράς της, για χάρη όμως και του πλήθους των ψυχών των γυναικών που μέσα στη δική της ψυχή κλείνει.

            Η Φεύγουσα, φέρει εντός της την απώλεια, το πένθος, τον χαμένο έρωτα. Κι όμως, αντί το μαύρο να την κομματιάσει, δύναμη ώριμη της δίνει, τα βήματά της σταθερά και σίγουρα τα κάνει κι όνειρα για τα μελλούμενα γεννά. Ταξιδεύει η Φεύγουσα και σ’ όμορφους τόπους φτάνει. Μα όσο κι αν είναι όμορφος ο τόπος, το χρέος της να βρει όσα κρυμμένα αιώνες την προσμένουν, δε λησμονεί. Κι έτσι, δεν μένει, φεύγει.

            Από τις πιο συγκλονιστικές στιγμές της πορείας της Φεύγουσας, κατά την άποψή μου, η ώρα που φτάνει στον “ξεχασμένο κήπο της ζωής”, η ώρα που αναλογίζεται το παρελθόν της. Μόνη της έχει οδοιπορήσει ως εκεί, με τη μοναξιά βασιλικό στέμμα κι ακάνθινο στεφάνι μαζί, στην κεφαλή της. Ξαποσταίνει για λίγο και τ’ αγάλματα του κήπου καμαρώνει. Θυμάται πως έχει βρεθεί κι αυτή σε κήπο μυστικό κι έχει συνομιλήσει πολλές φορές με τ’ αγάλματα και ορμήνειες απ’ αυτά έχει λάβει. Και μαζί με τη Φεύγουσα, τα δικά μας, θυμόμαστε, τ’ αγάλματα, που άλλα δεν είναι από  τις μνήμες των ανθρώπων που δεν είναι πια κοντά μας. Μέσα στον ξεχασμένο κήπο, βλέπουμε την Φεύγουσα να θέλει να πλύνει το πουκάμισό της και ριγά η ψυχή μας. Ίσως γιατί θυμόμαστε την συνήθεια του πένθους αλλοτινών καιρών, να φορούν οι γυναίκες το ίδιο πουκάμισο κατάσαρκα ίσως και για έναν ολόκληρο χρόνο. Η ώρα της πλύσης του πουκάμισου, λοιπόν, η ώρα που η Κόρη αποφασίζει πως πλησιάζει πια η ώρα της λήξης του πένθους αιώνων.

            Με λαβύρινθο μοιάζει η πορεία της Φεύγουσας προς την εύρεση του τόπου όπου είναι κρυμμένα τα σημάδια του ονείρου της, του ονείρου που την οδηγεί στη φυγή. Ενώνεται η φωνή της ψυχής του αναγνώστη με τη φωνή του χορού, και την καλεί να μη φοβηθεί και της θυμίζει πως τα κρίματα τα παλιά που θα δει να φανερώνονται μπροστά της, κρίματα δικά της δεν είναι.

            Δύσκολο να σχολιάσει κανείς την ώρα που η Φεύγουσα βρίσκει ό,τι αναζητά. Ένα ταπεινό, μπακιρένιο δισκοπότηρο, στολισμένο με σκαλισμένα ανθάκια. Ταπεινό, αλλά πλήρες γνώσης, επίγνωσης, χάρης, δικαίωσης, ιδεών, ελπίδας και γιατρειάς της παλιάς αδικίας στο γένος των γυναικών. Κι είναι τόσο σημαντικό μες στην ταπεινότητά του ετούτο το δισκοπότηρο που μόνο σε καθαγιασμένο τόπο τού αξίζει, από άξια χέρια, να τοποθετηθεί.

            Θα ‘λεγε κανείς ότι ολοκληρώνεται η πορεία της Φεύγουσας, στον χώρο και τον χρόνο, στο τέλος του εξαιρετικού, και πλήρους ποιητικότητας, θεατρικού έργου της Ανδρομάχης Χουρδάκη. Κι όμως, όχι. Αν ολοκληρωνόταν, Φεύγουσα δε θα ‘ταν το όνομά της. Κι έμεινε άραγε κάποιο σημάδι της στους τόπους απ’ όπου πέρασε; Στη βίλα της Αυγής τα βήματά σας αν σας φέρουν, δίπλα απ’ τη στέρνα με τα χρυσόψαρα, στον τόπο όπου φανερώνεται το πρώτο Φως του λυκαυγούς, μια δάφνη θεριεμένη θα βρείτε, θυμητάρι Σοφίας, θυμητάρι της Γνώσης που η Φεύγουσα παρέδωσε σε χέρια βασανισμένα από την προσμονή και τη μοναξιά, σε χέρια που ήταν μαθημένα να προσμένουν τ’ όνειρο...

 

[Ανδρομάχη Χουρδάκη, Φεύγουσα, εκδόσεις Ραδάμανθυς, Χανιά 2020]