Παρασκευή 10 Ιανουαρίου 2025

    Μάθημα Ελληνικών, της Χαν Γκανγκ

      Tο Μάθημα Ελληνικών, της βραβευμένης με Νόμπελ Λογοτεχνίας Κορεάτισσας συγγραφέως Χαν Κανγκ, έχει ως θέμα την ιστορία δύο ανθρώπων των οποίων η ζωή κυριαρχείται από το τραύμα. Ενός άνδρα και μιας γυναίκας. Δίχως όνομα δοσμένο από τη συγγραφέα, για κανέναν από τους δυο, ίσως γιατί στόχος της δεν είναι να διηγηθεί τον βίο τους αλλά να μιλήσει για τα στοιχεία που γέννησαν στην ψυχή τους το τραύμα.

    Ο άνδρας. Καθηγητής Αρχαίων Ελληνικών σε μια ιδιωτική ακαδημία όπου φοιτούν ενήλικες, σε ώρες νυχτερινές. Έχει μεγαλώσει στη Γερμανία αλλά έχει επιστρέψει πίσω στην πατρίδα του, την Κορέα. Ζει μόνος του, βασανιζόμενος από την, χρόνο με τον χρόνο, διαρκώς επιδεινούμενη απώλεια της όρασής του, η οποία μάλιστα είναι κληρονομική και μάλλον φυλοσύνδετη αφού και ο πατέρας του βίωσε το ίδιο ακριβώς πρόβλημα υγείας.

    H γυναίκα. Καθηγήτρια Λογοτεχνίας, η οποία δε διδάσκει πια αφού υποφέρει από επιλεκτική αλαλία. Όταν σταμάτησε να μιλάει, την ώρα που δίδασκε, ήταν η δεύτερη φορά που η φωνή της έσβησε. Στα χρόνια της εφηβείας, είχε βιώσει την απώλεια της φωνής για πρώτη φορά. Και, μια λέξη, από μια ξένη γλώσσα, ενός ξένου τόπου γι’ αυτήν, την είχε βοηθήσει να ανακτήσει τη φωνή της. Μπιμπλιοτέκ. Βιβλιοθήκη. Αυτό το γεγονός, την οδηγεί στον παρόντα χρόνο να εγγραφεί στην τάξη του μαθήματος Αρχαίων Ελληνικών, πιστεύοντας ότι όπως τότε τα Γαλλικά, έτσι και τώρα τα Αρχαία Ελληνικά, ίσως θεραπεύσουν την αλαλία της.

   Το ερώτημα που ίσως γεννιέται ξεκινώντας την ανάγνωση του Μαθήματος Ελληνικών είναι γιατί η συγγραφέας επιλέγει να εγγράψει την ηρωίδα της στο μάθημα των Αρχαίων Ελληνικών. Μέσα στο βιβλίο διαβάζουμε ότι η ηρωίδα αν μπορούσε να έχει επιλέξει μια άλλη αρχαία γλώσσα όπως τα Σανσκριτικά ή τα Βιρμανικά, θα το έκανε. Κι όμως η συγγραφέας την εγγράφει στο μάθημα Αρχαίων Ελληνικών. Η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα ίσως βρίσκεται μέσα στον πυρήνα του βιβλίου της Χαν Κανγκ, ο οποίος έχει στοιχεία Φιλοσοφίας. Για να μελετήσει όμως κάποιος Φιλοσοφία μέσα από τους Κλασικούς, και το γνωρίζει αυτό η συγγραφέας, θα πρέπει να έχει γνωρίσει πρώτα τα Αρχαία Ελληνικά. Τη γλώσσα όπου, πολύ συχνά, μια μεμονωμένη λέξη μπορεί να περιέχει πολυεπίπεδες έννοιες. Μια τέτοια μεμονωμένη λέξη, πλήρης εννοιών, θα μπορούσε να οδηγήσει στη λύση των δεσμών της αλαλίας της ηρωίδας. Όπως στα εφηβικά της χρόνια, που η βιβλιοθήκη, ξενικά μεταγραμμένη, την είχε για καιρό λυτρώσει.

    Οι δύο χαρακτήρες, ο άνδρας και η γυναίκα, η γυναίκα και ο άνδρας, αφηγούνται εναλλάξ σκηνές από τη ζωή τους και αυτή η εναλλαγή πλέκει έναν θαυμάσιο αφηγηματικό μαίανδρο. Οι ζωές των δύο προσώπων έχουν κάποια κοινά στοιχεία. Και οι δύο, δίνουν έναν αγώνα, διαφορετικό βέβαια ο καθένας. Και οι δύο βασανίζονται από την απώλεια. Και οι δύο, επίσης, βιώνουν το συναίσθημα της μοναξιάς.

   Η αφήγηση του άνδρα συντελείται σε πρώτο πρόσωπο. Ο καθηγητής, λοιπόν, μιλά για το παρελθόν του στη Γερμανία όπου έζησε σχεδόν είκοσι χρόνια, για τον χαμένο πια σύνδεσμο με τον τόπο και την οικογένειά του και βέβαια για την απώλεια της όρασής του η οποία τον οδηγεί στην τύφλωση. Η αφήγηση της γυναίκας, από την άλλη, συντελείται σε τρίτο πρόσωπο. Στα βιώματα που καθορίζουν, που κλονίζουν μάλλον, τη ζωή της, ανήκουν η απώλεια της μητέρας της αλλά και η απώλεια της επιμέλειας του παιδιού της μετά από δικαστική διαμάχη με τον πρώην σύζυγό της. Είναι τόση η θλίψη της αλλά και η διάθεσή της για παραίτηση που το πρώτο πρόσωπο στη δική της αφήγηση δεν υφίσταται. Έτσι, η συγγραφέας εκπληρώνει την υποχρέωσή της απέναντι στην ηρωίδα να μιλήσει για λογαριασμό της. Σε τρίτο πρόσωπο.

    Στόχος της συγγραφέως, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, δεν είναι να διηγηθεί τον βίο των ηρώων της. Όπως και η ίδια έχει δηλώσει, στόχος της είναι η αναζήτηση και η ανάδειξη της τρυφερότητας και της ευαισθησίας των σύγχρονων ανθρώπων οι οποίοι, σαν τους ήρωες του Μαθήματος Ελληνικών, τυφλοί και άλαλοι χάνουν τον κόσμο σιγά σιγά και οδηγούνται στο σκοτάδι. Στόχος της συγγραφέως είναι να υπενθυμίσει πως το σκοτάδι μπορεί και να αποφευχθεί.

   Είναι πραγματικά εντυπωσιακός ο τρόπος με τον οποίο εξελίσσεται η πλοκή στο Μάθημα Ελληνικών. Η αίσθηση της ταχείας – και μη αναστρέψιμης - πορείας του άνδρα προς το σκοτάδι αλλά και η αίσθηση απόλυτης ψυχικής στασιμότητας - και παραίτησης ίσως - της γυναίκας, δημιουργούν στον αναγνώστη έντονα στοιχεία ενσυναίσθησης. Η συγγραφέας, λες και νιώθει τη λαχτάρα και την αγωνία του αναγνώστη, αποφασίζει να οδηγήσει τον ήρωα και την ηρωίδα της, με ποιητικό λόγο, στη στιγμή όπου η χαμένη όραση και η σιωπή, γιατρειά βρίσκουν με μια επαφή απείρως τρυφερή. Κι είναι η στιγμή εκείνη, η στιγμή που θα γεννηθεί η πρώτη συλλαβή μιας λέξης. Ίσως του Πλάτωνα ή του Επίκουρου, μπορεί και του Πυθαγόρα ή του Επίκτητου. Δεν είναι σίγουρο. Το σίγουρο είναι πως η λέξη αυτή για συμπόνοια θα μιλά, για αποδοχή, για κατανόηση. Θα μιλά για Αγάπη.

Χαν Γκανγκ, Μάθημα Ελληνικών, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2022