Μυστική Ζωή, του Άγγελου Τερζάκη
Ο αναγνώστης ο οποίος ενθουσιάστηκε με τον ιπποτισμό, την υπερηφάνεια, το πάθος και το καθήκον της προάσπισης της τιμής, στοιχεία της γραφή του Άγγελου Τερζάκη στην Πριγκηπέσσα Ιζαμπώ, σίγουρα θα εκπλαγεί, ίσως νιώσει και άβολα στην αρχή, διαβάζοντας τη Μυστική Ζωή.
Από την πρώτη σελίδα κιόλας,
νιώθουμε ότι ο συγγραφέας μάς οδηγεί σε έναν άλλο κόσμο, εσωτερικό, μοναχικό,
σε μιαν άλλη ζωή, μυστική. Η δράση συντελείται σε μια θλιβερή συνοικία, με
σπίτια φτωχικά, με δρόμους και καφενεία έρημα σχεδόν, σε μια συνοικία όπου
θαρρείς πως έχει χαθεί η ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Ο κεντρικός ήρωας είναι ένας
λόγιος διανοούμενος δημοσιογράφος και μεταφραστής. Αν και ξεπεσμένος μικροαστός
και ο ίδιος, ξεχωρίζει από τον κοινωνικό του περίγυρο καθώς αδυνατεί να δεχτεί
τα όσα γεννά η χυδαιότητα της ζωής. Είναι άνθρωπος πολύ χαμηλών τόνων,
ιδιαίτερα ανασφαλής και με χαμηλή αυτοεκτίμηση. Ο συγγραφέας ορίζει να είναι
ανώνυμος και να αφηγείται, σε πρώτο πρόσωπο, όσα διαδραματίζονται καθώς και τη
δική του εμπλοκή σε αυτά.
Ένα από τα κύρια στοιχεία του
μυθιστορήματος είναι το τραύμα, το οποίο γεννιέται μέσα από δύο οικογενειακές
τραγωδίες. Η πρώτη αφορά στην οικογένεια Ροβιλά, με πρωταγωνιστές τη Βένα και
τον πατέρα της και η δεύτερη έχει να κάνει με το αντρόγυνο Βασίλη και Κικής
Γεωργίου. Ο πατέρας της Βένας είναι ένας ιδιόρρυθμος μαθηματικός ο οποίος
θεωρεί ότι έχει πέσει θύμα μιας σκοτεινής συνωμοσίας ξένων επιστημόνων και
άλλων ισχυρών προσώπων, οι οποίοι οικειοποιήθηκαν μια σπουδαία μαθηματική
ανακάλυψή του. Αυτή η πεποίθηση σε συνδυασμό με την οικονομική καταστροφή που
έχει υποστεί, τον οδηγούν σε πλήρη απομόνωση από τον κόσμο. Η Βένα, αφοσιωμένη
στον πατέρα της, πιστεύει και αυτή στα περί συνωμοσίας λεγόμενά του. Υιοθετεί
και αυτή τον μοναχικό τρόπο ζωής του πατέρα της, μη επικοινωνώντας ούτε καν με
τον αδελφό της ο οποίος έχει ανέλθει κοινωνικά και οικονομικά και για τον
οποίο, κατά την αφήγηση, δημιουργούνται υπόνοιες διαφθοράς πολιτικής και
κοινωνικής. Είναι εντυπωσιακός ο τρόπος
αλλά και η αξιοπρέπεια με την οποία αντιμετωπίζει η Βένα την οικονομική
καταστροφή του πατέρα της, η οποία έχει οδηγήσει και στη διάλυση του αρραβώνα
της, ελλείψεως προίκας. Στρέφεται στο διάβασμα, έρχεται σε επαφή με έργα ξένων
συγγραφέων καθώς γνωρίζει ξένες γλώσσες και μεταφράζει ευκαιριακά κάποια
κείμενα. Η καλλιέργειά της, την κάνει να διαφέρει από τα υπόλοιπα μέλη του
μικρόκοσμου της συνοικίας, όμως δεν εκμεταλλεύεται την ανωτερότητά της αυτή,
παραμένει εσωστρεφής και προσκολλημένη στον πατέρα της. Η σκέψη να παντρευτεί,
όπως η ίδια δηλώνει, της προξενεί αηδία, καθώς θεωρεί φριχτό να γίνει
ιδιοκτησία ενός άλλου σύμφωνα με τους αστικούς νόμους. Ακόμα και τα αισθήματα
του κεντρικού ήρωα, του διανοούμενου αφηγητή, προς αυτήν, δεν ευδοκιμούν. Και
οι δύο, αδυνατούν να δεχτούν την πραγματικότητα, όποια και αν είναι αυτή. Έτσι,
αν και εμείς σαν αναγνώστες νιώθουμε ότι θα μπορούσαν να έρθουν κοντά,
αποδεικνύονται μη ικανοί να βρουν ή να δημιουργήσουν ένα κοινό σημείο
συνάντησης.
Σε δεύτερο επίπεδο εξελίσσεται
μια άλλη τραγωδία, η οποία έχει ως αιτία της την καταθλιπτική καθημερινότητα
της ζωής του Βασίλη μέσα στον γάμο του με την Κική Γεωργίου. Ο Βασίλης, κάποια
στιγμή, συναντά μια γυναίκα, την Ηρώ Δραγάνη, η οποία ξυπνά όσα έχει μέσα του
απωθήσει, υποταγμένος στις κοινωνικές επιταγές. Εγκαταλείπει τον ρόλο του
πιστού συζύγου και οικογενειάρχη και ονειρεύεται μια νέα ζωή. Δεν μπορεί να
αντισταθεί σε ό,τι μέσα του ξυπνά η γνωριμία με την Ηρώ. Είναι πέρα από τις
δυνάμεις του και σύμφωνα με τον αφηγητή, είναι “σαν να πέθανε κρυφά, μέσα στη
νύχτα, ένας άνθρωπος και να πήρε τη θέση του κάποιος άλλος”. Η αντίδραση όμως της γυναίκας του, η οποία
καταφεύγει σε κάθε μέσο – ακόμα και σε απόπειρα αυτοκτονίας – προκειμένου να μη
διαλυθεί το σπίτι της, αναγκάζει τον Βασίλη να υποταχθεί και να επιστρέψει στον
παλιό εαυτό του.
Είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι
ο Τερζάκης, στη Μυστική Ζωή, στρέφεται στον άνθρωπο ως οντότητα μοναχική, με
προβλήματα, αγωνίες, ψυχική κόπωση. Αναγνωρίζει ο συγγραφέας πως η
καθημερινότητα είναι καταθλιπτική και μίζερη για πολλούς, και γι’ αυτούς αποφασίζει
να γράψει. Οι μελετητές του έργου του Τερζάκη, αναφέρουν συχνά πως στόχος του
είναι να μιλήσει για την “ισοπεδωμένη και χωρίς προεξοχές” ζωή των κοινών και
αδύναμων ανθρώπων, για τα σπασμένα φτερά και τους ανικανοποίητους πόθους. Ο
Ανδρέας Καραντώνης αναφέρει ότι ο Τερζάκης γίνεται “ψυχογράφος της μικροαστικής
αθλιότητας και ζωγράφος της συνοικιακής ομίχλης” και οι ήρωές του
παρουσιάζονται ως “συνταξιούχοι της ζωής” που παλεύουν με σκιές. Η γραφή του
Τερζάκη δείχνει ότι δεν είναι ψυχρός παρατηρητής των όσων συμβαίνουν στη ζωή
των ηρώων του. Μοιάζει να συμμετέχει στα παθήματά τους και σ’ αυτή τη συμμετοχή
παρασύρει και εμάς.
Από τότε που έγραψε ο Τερζάκης τη
Μυστική Ζωή, έχουν περάσει σχεδόν εβδομήντα χρόνια. Διερωτώμενοι, εμείς οι
αναγνώστες, αν η Μυστική Ζωή, ως θέμα και ως επιλογή αναγνωστική, έχει θέση στο
σήμερα, φέρνουμε στη σκέψη μας την κοινωνική πραγματικότητα του παρόντος χρόνου
και συνειδητοποιούμε πως, η Μυστική Ζωή μοιάζει με σύγχρονο μυθιστόρημα. Η
κοινωνική ζωή εξακολουθεί να είναι “...ένας στίβος όπου συγκρούονται του κόσμου
οι μικροεγωισμοί, τα μικροφιλότιμα, τα μικροσυμφέροντα, τα μικροπάθη, όλα
μικρά… Μια ψυχή ακέραια, δεν μπορεί, γρήγορα σιχαίνεται και αποσύρεται. Τότε τη
λένε αδύναμη, ηττημένη…” Αυτές τις ψυχές, τις ακέραιες ψυχές, που τις λένε
αδύναμες και προσκυνημένες, μας καλεί ο Τερζάκης να έχουμε στην έγνοια μας.
Ολοκληρώνοντας την ανάγνωση της Μυστικής Ζωής, σκέφτομαι πως, απ’ όσα οι ήρωές
της είπαν, είναι πολλά που πρέπει να θυμόμαστε. Ανάμεσά τους κι ετούτο: Μας
λείπει κάθε επιείκεια για τους
ανθρώπους. Όσο και αν μας έχουν φταίξει, ας μην ξεχνάμε πως οι αδυναμίες τους
είναι οι αδυναμίες μας. Ας μην ξεχνάμε, ανήκουμε όλοι στο ίδιο είδος...
[Άγγελος Τερζάκης, Μυστική Ζωή, Εκδόσεις "Βιβλιοπωλείο της ΕΣΤΙΑΣ", Αθήνα 2020]