Το Μυθιστόρημα των Τεσσάρων
Στράτης Μυριβήλης, Μ. Καραγάτσης, Άγγελος Τερζάκης, Ηλίας Βενέζης
Την Κυριακή, 2 Μαρτίου του 1958, άρχισε, σύμφωνα με σχετική ανακοίνωση που είχε προηγηθεί στην εφημερίδα ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ, μια “πραγματική λογοτεχνική σκυταλοδρομία” η οποία ολοκληρώθηκε στις 26 Απριλίου του ίδιου έτους. Συναγωνιστές – όχι ανταγωνιστές – τέσσερις συγγραφείς της Γενιάς του ‘30: Μυριβήλης, Καραγάτσης, Τερζάκης, Βενέζης. Όρος απαράβατος είχε τεθεί, μεταξύ των συγγραφέων να μην υπάρξει προσυνεννόηση σχετικά με την πλοκή του έργου. Ο κάθε συγγραφέας, παραλαμβάνοντας τη σκυτάλη θα συνέχιζε κατά την κρίση και τη φαντασία του. Οι συγγραφείς πείστηκαν να συμμετάσχουν στο λογοτεχνικό αυτό εγχείρημα όχι δίχως σοβαρές αμφιβολίες. Η σειρά συγγραφής ορίστηκε με κλήρωση. Το πρώτο κεφάλαιο γράφτηκε από τον Μυριβήλη, το δεύτερο από τον Καραγάτση, το τρίτο από τον Τερζάκη, το τέταρτο από τον Βενέζη και, σε επαναληπτικό κύκλο με την ίδια σειρά συγγραφής, ακολούθησαν άλλα τέσσερα κεφάλαια. Έτσι, η έναρξη του Μυθιστορήματος των Τεσσάρων γεννήθηκε από την πένα του Μυριβήλη και η λήξη από αυτήν του Βενέζη.Η πλοκή του μυθιστορήματος ξεκινά
στην προπολεμική Αίγινα. Εκεί γεννιέται η ηρωίδα, φέροντας, εν αγνοία της, στην
ψυχή, ένα βαρύ τραύμα με το οποίο πορεύεται στη ζωή της. Ελισάβετ Μανιάτη το
όνομά της ή Νενέλα, καλλιτέχνης του λυρικού θεάτρου, με σπουδές μουσικής και
χορού στη Γερμανία. Στη διάρκεια της Κατοχής, γίνεται μέλος παράνομης οργάνωσης
η οποία έχει ως έργο της την ενίσχυση πατριωτών που συμμετέχουν στην Αντίσταση.
Στη διάρκεια της Κατοχής, επίσης, γνωρίζεται με τον ήρωα του μυθιστορήματος, τον
Αμεντέο Μαντσίνι, αξιωματικό του δικαστικού τμήματος της ιταλικής διοίκησης. Η
συνάντηση της Ελισάβετ και του Αμεντέο μοιάζει σχεδόν επιβεβλημένη από το
θέλημα της μοίρας. Όχι μιας μοίρας που γεννά όμορφες, ρομαντικές ιστορίες αλλά
μιας μοίρας που φέρνει γιατρειά στις ανθρώπινες ψυχές, στις ψυχές της Ελισάβετ
και του Αμεντέο, που έχουν βαθιά σημαδευτεί από το προγονικό τραύμα.
Το στοιχείο της προδοσίας και τα
ερωτήματα που αυτή γεννά (ποιος πρόδωσε τον στρατηγό Μυλωνάκο και ποιος ήταν ο
συντάκτης του ανώνυμου γράμματος), δίνουν, αρχικά, στο κείμενο έναν αέρα
αστυνομικού μυθιστορήματος. Από τη στιγμή όμως που αρχίζει να εξελίσσεται το
ταξίδι της εσωτερικής αναζήτησης των ηρώων, αντιλαμβανόμαστε ότι οι συγγραφείς
χρησιμοποιούν τα παραπάνω ερωτήματα ως αφορμή για να παρουσιάσουν τις σκέψεις
τους για τα μεγάλα ζητήματα της εποχής τους, κοινωνικά και εθνικά.
Ο κάθε συγγραφέας αφήνει στο
Μυθιστόρημα των Τεσσάρων το δικό του χνάρι. Ο Μυριβήλης, θυμίζει στον αναγνώστη
πως ακόμα κι ένα αντικείμενο, ένα κατασκεύασμα, σαν τον ανεμόμυλο στην Αίγινα,
κρύβει μέσα του την ιστορία που δεν καταγράφουν οι ιστορικοί, την ιστορία της
“φτωχής ανθρώπινης καρδιάς” τη γεμάτη από τραγωδίες και σπαραγμούς. Ο
Μυριβήλης, επίσης, φρίττει διαπιστώνοντας τη βαρβαρότητα της εποχής του, όπου
οι λαοί, έρμαιο στις διαθέσεις των δυνατών, αλληλοσπαράσσονται και απευθύνει
κάλεσμα διαχρονικό και καθολικό, με στόχο την εύρεση του χαμένου ανθρώπινου
εαυτού μας.
Ο Καραγάτσης, δηλώνει δίχως φόβο
ότι, στην Κατοχή, ανάμεσα στους Έλληνες υπήρξαν προδότες και τους κατηγορεί ευθέως λέγοντας
γι’ αυτούς ότι δεν ήταν παρά “...το ελάχιστο εκείνο βιολογικό κατακάθι της κάθε
φυλής. Όλοι τους...υποκείμενα ιδιοτελή, που πρόδιναν την πατρίδα τους κινημένοι
από υλικό συμφέρον”. Μιλά επίσης για το αρχέγονο ένστικτο του εγώ “...που
ελλοχεύει ύπουλα στα κύτταρά μας…” και που μας το έχει μεταδώσει μέσα από αναρίθμητες γενιές ο άνθρωπος των
σπηλαίων, ο μακρινός πρόγονός μας. Το αρχέγονο ένστικτο που μπορεί να
παραμερίσει αιώνες πολιτισμού και να ξαναγίνει απειλή φονική, για χάρη της
κυριαρχίας ή, έστω, της επιβίωσης.
Ο Τερζάκης, μιλά για την
κοινωνική ζωή της εποχής του. “Μια φαντασμαγορία από αστερισμούς” που έχει αστέρια όλων των μεγεθών και των ποιοτήτων. Μιλά για τη λαχτάρα απόδρασης, με
κάθε μέσο – ιερό και ανίερο - από την άχρωμη μικροαστική ζωή. Μιλά για τη γυναίκα
και την εκμετάλλευση που υφίσταται στην εποχή του. Για τη γυναίκα που
πορεύεται, αρκετές φορές απαξιωμένη, δίχως δύναμη να υπερασπιστεί την
αξιοπρέπειά της, λειτουργώντας ως μέσο επίτευξης στόχων ιδιοτελών: “Η γυναίκα…
η λεωφόρος που οδηγεί παντού”.
Ο Βενέζης, φτάνει μαζί με την
Ελισάβετ στον Πειραιά και αφουγκράζεται τη ζωή του λιμανιού. Στέκεται καταμεσής
“στην καρδιά της ανάγκης” και προσκυνά με σεβασμό τον ιερό αγώνα για επιβίωση.
Έχοντας και ο ίδιος τις δικές του παλιές πληγές, οδηγεί αργότερα την Ελισάβετ
στον τόπο όπου θ’ ακούσει “...τους μισοσβησμένους τους ήχους που έρχονταν από
το βάθος των παιδικών της χρόνων…” γιατί γνωρίζει πως το συναπάντημα με το
παρελθόν, θα σημάνει και το αρχίνισμα της γιατρειάς της. Το ξημέρωμα, την ώρα της δόξας του σύμπαντος
κόσμου, στην Αφαία, “καθισμένη στη ρίζα μιας δυτικής κολόνας” η Ελισάβετ, δεν
είναι μοναχή. Μαζί της κάθεται ο Βενέζης και δίπλα του ο αναγνώστης… Ο ψίθυρος,
γεννημένος από τα βάθη της ψυχής όλων. Της Ελισάβετ, του συγγραφέα, της δικής μας ψυχής: “Θε
μου, μέσα σε τόση ομορφιά γιατί ο άνθρωπος ξεστράτισε τόσο;”
Έχοντας ακούσει ότι το
Μυθιστόρημα των Τεσσάρων γράφτηκε μετά από πρόταση του Γιάννη Μαρή προς την
εφημερίδα “ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ”, ο αναγνώστης που θα επιλέξει να το διαβάσει ως άλλο ένα
ακόμα αστυνομικό μυθιστόρημα, αρχικά θα απογοητευθεί. Καθώς όμως θα προχωρά η
ανάγνωση, είναι σίγουρο ότι θα γοητευθεί και θα δεχτεί την πρόσκληση τεσσάρων
μεγάλων πνευματικών δημιουργών να διαβάσει και άλλα έργα τους και να γνωρίσει
τις σκέψεις, τις ιδέες, τις αναζητήσεις, τα όνειρα, της γενιάς τους. Της
σπουδαίας Γενιάς του ‘30.
[Το Μυθιστόρημα των Τεσσάρων, Στράτης Μυριβήλης, Μ.
Καραγάτσης, Άγγελος Τερζάκης, Ηλίας Βενέζης, εκδόσεις ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ
“ΕΣΤΙΑΣ”, Αθήνα 2021, 23η Έκδοση]