Τρίτη 27 Μαΐου 2025

 Το Μυθιστόρημα των Τεσσάρων

Στράτης Μυριβήλης, Μ. Καραγάτσης, Άγγελος Τερζάκης, Ηλίας Βενέζης

Την Κυριακή, 2 Μαρτίου του 1958, άρχισε, σύμφωνα με σχετική ανακοίνωση που είχε προηγηθεί στην εφημερίδα ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ, μια “πραγματική λογοτεχνική σκυταλοδρομία” η οποία ολοκληρώθηκε στις 26 Απριλίου του ίδιου έτους. Συναγωνιστές – όχι ανταγωνιστές – τέσσερις συγγραφείς της Γενιάς του ‘30: Μυριβήλης, Καραγάτσης, Τερζάκης, Βενέζης. Όρος απαράβατος είχε τεθεί, μεταξύ των συγγραφέων να μην υπάρξει προσυνεννόηση σχετικά με την πλοκή του έργου. Ο κάθε συγγραφέας, παραλαμβάνοντας τη σκυτάλη θα συνέχιζε κατά την κρίση και τη φαντασία του. Οι συγγραφείς πείστηκαν να συμμετάσχουν στο λογοτεχνικό αυτό εγχείρημα όχι δίχως σοβαρές αμφιβολίες. Η σειρά συγγραφής ορίστηκε με κλήρωση. Το πρώτο κεφάλαιο γράφτηκε από τον Μυριβήλη, το δεύτερο από τον Καραγάτση, το τρίτο από τον Τερζάκη, το τέταρτο από τον Βενέζη και, σε επαναληπτικό κύκλο με την ίδια σειρά συγγραφής, ακολούθησαν άλλα τέσσερα κεφάλαια. Έτσι, η έναρξη του Μυθιστορήματος των Τεσσάρων γεννήθηκε από την πένα του Μυριβήλη και η λήξη από αυτήν του Βενέζη.

Η πλοκή του μυθιστορήματος ξεκινά στην προπολεμική Αίγινα. Εκεί γεννιέται η ηρωίδα, φέροντας, εν αγνοία της, στην ψυχή, ένα βαρύ τραύμα με το οποίο πορεύεται στη ζωή της. Ελισάβετ Μανιάτη το όνομά της ή Νενέλα, καλλιτέχνης του λυρικού θεάτρου, με σπουδές μουσικής και χορού στη Γερμανία. Στη διάρκεια της Κατοχής, γίνεται μέλος παράνομης οργάνωσης η οποία έχει ως έργο της την ενίσχυση πατριωτών που συμμετέχουν στην Αντίσταση. Στη διάρκεια της Κατοχής, επίσης, γνωρίζεται με τον ήρωα του μυθιστορήματος, τον Αμεντέο Μαντσίνι, αξιωματικό του δικαστικού τμήματος της ιταλικής διοίκησης. Η συνάντηση της Ελισάβετ και του Αμεντέο μοιάζει σχεδόν επιβεβλημένη από το θέλημα της μοίρας. Όχι μιας μοίρας που γεννά όμορφες, ρομαντικές ιστορίες αλλά μιας μοίρας που φέρνει γιατρειά στις ανθρώπινες ψυχές, στις ψυχές της Ελισάβετ και του Αμεντέο, που έχουν βαθιά σημαδευτεί από το προγονικό τραύμα.

Το στοιχείο της προδοσίας και τα ερωτήματα που αυτή γεννά (ποιος πρόδωσε τον στρατηγό Μυλωνάκο και ποιος ήταν ο συντάκτης του ανώνυμου γράμματος), δίνουν, αρχικά, στο κείμενο έναν αέρα αστυνομικού μυθιστορήματος. Από τη στιγμή όμως που αρχίζει να εξελίσσεται το ταξίδι της εσωτερικής αναζήτησης των ηρώων, αντιλαμβανόμαστε ότι οι συγγραφείς χρησιμοποιούν τα παραπάνω ερωτήματα ως αφορμή για να παρουσιάσουν τις σκέψεις τους για τα μεγάλα ζητήματα της εποχής τους, κοινωνικά και εθνικά.

Ο κάθε συγγραφέας αφήνει στο Μυθιστόρημα των Τεσσάρων το δικό του χνάρι. Ο Μυριβήλης, θυμίζει στον αναγνώστη πως ακόμα κι ένα αντικείμενο, ένα κατασκεύασμα, σαν τον ανεμόμυλο στην Αίγινα, κρύβει μέσα του την ιστορία που δεν καταγράφουν οι ιστορικοί, την ιστορία της “φτωχής ανθρώπινης καρδιάς” τη γεμάτη από τραγωδίες και σπαραγμούς. Ο Μυριβήλης, επίσης, φρίττει διαπιστώνοντας τη βαρβαρότητα της εποχής του, όπου οι λαοί, έρμαιο στις διαθέσεις των δυνατών, αλληλοσπαράσσονται και απευθύνει κάλεσμα διαχρονικό και καθολικό, με στόχο την εύρεση του χαμένου ανθρώπινου εαυτού μας.

Ο Καραγάτσης, δηλώνει δίχως φόβο ότι, στην Κατοχή, ανάμεσα στους Έλληνες υπήρξαν προδότες και τους κατηγορεί ευθέως λέγοντας γι’ αυτούς ότι δεν ήταν παρά “...το ελάχιστο εκείνο βιολογικό κατακάθι της κάθε φυλής. Όλοι τους...υποκείμενα ιδιοτελή, που πρόδιναν την πατρίδα τους κινημένοι από υλικό συμφέρον”. Μιλά επίσης για το αρχέγονο ένστικτο του εγώ “...που ελλοχεύει ύπουλα στα κύτταρά μας…” και που μας το έχει μεταδώσει  μέσα από αναρίθμητες γενιές ο άνθρωπος των σπηλαίων, ο μακρινός πρόγονός μας. Το αρχέγονο ένστικτο που μπορεί να παραμερίσει αιώνες πολιτισμού και να ξαναγίνει απειλή φονική, για χάρη της κυριαρχίας ή, έστω, της επιβίωσης.

Ο Τερζάκης, μιλά για την κοινωνική ζωή της εποχής του. “Μια φαντασμαγορία από αστερισμούς” που έχει αστέρια όλων των μεγεθών και των ποιοτήτων. Μιλά για τη λαχτάρα απόδρασης, με κάθε μέσο – ιερό και ανίερο - από την άχρωμη μικροαστική ζωή. Μιλά για τη γυναίκα και την εκμετάλλευση που υφίσταται στην εποχή του. Για τη γυναίκα που πορεύεται, αρκετές φορές απαξιωμένη, δίχως δύναμη να υπερασπιστεί την αξιοπρέπειά της, λειτουργώντας ως μέσο επίτευξης στόχων ιδιοτελών: “Η γυναίκα… η λεωφόρος που οδηγεί παντού”.

Ο Βενέζης, φτάνει μαζί με την Ελισάβετ στον Πειραιά και αφουγκράζεται τη ζωή του λιμανιού. Στέκεται καταμεσής “στην καρδιά της ανάγκης” και προσκυνά με σεβασμό τον ιερό αγώνα για επιβίωση. Έχοντας και ο ίδιος τις δικές του παλιές πληγές, οδηγεί αργότερα την Ελισάβετ στον τόπο όπου θ’ ακούσει “...τους μισοσβησμένους τους ήχους που έρχονταν από το βάθος των παιδικών της χρόνων…” γιατί γνωρίζει πως το συναπάντημα με το παρελθόν, θα σημάνει και το αρχίνισμα της γιατρειάς της.  Το ξημέρωμα, την ώρα της δόξας του σύμπαντος κόσμου, στην Αφαία, “καθισμένη στη ρίζα μιας δυτικής κολόνας” η Ελισάβετ, δεν είναι μοναχή. Μαζί της κάθεται ο Βενέζης και δίπλα του ο αναγνώστης… Ο ψίθυρος, γεννημένος από τα βάθη της ψυχής όλων. Της Ελισάβετ, του συγγραφέα, της δικής μας ψυχής: “Θε μου, μέσα σε τόση ομορφιά γιατί ο άνθρωπος ξεστράτισε τόσο;”

Έχοντας ακούσει ότι το Μυθιστόρημα των Τεσσάρων γράφτηκε μετά από πρόταση του Γιάννη Μαρή προς την εφημερίδα “ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ”, ο αναγνώστης που θα επιλέξει να το διαβάσει ως άλλο ένα ακόμα αστυνομικό μυθιστόρημα, αρχικά θα απογοητευθεί. Καθώς όμως θα προχωρά η ανάγνωση, είναι σίγουρο ότι θα γοητευθεί και θα δεχτεί την πρόσκληση τεσσάρων μεγάλων πνευματικών δημιουργών να διαβάσει και άλλα έργα τους και να γνωρίσει τις σκέψεις, τις ιδέες, τις αναζητήσεις, τα όνειρα, της γενιάς τους. Της σπουδαίας Γενιάς του ‘30.

[Το Μυθιστόρημα των Τεσσάρων, Στράτης Μυριβήλης, Μ. Καραγάτσης, Άγγελος Τερζάκης, Ηλίας Βενέζης, εκδόσεις ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ “ΕΣΤΙΑΣ”, Αθήνα 2021, 23η Έκδοση]

Πέμπτη 1 Μαΐου 2025

 

Μυστική Ζωή, του Άγγελου Τερζάκη

Ο αναγνώστης ο οποίος ενθουσιάστηκε με τον ιπποτισμό, την υπερηφάνεια, το πάθος και το καθήκον της προάσπισης της τιμής, στοιχεία της γραφή του Άγγελου Τερζάκη στην Πριγκηπέσσα Ιζαμπώ, σίγουρα θα εκπλαγεί, ίσως νιώσει και άβολα στην αρχή, διαβάζοντας τη Μυστική Ζωή.

Από την πρώτη σελίδα κιόλας, νιώθουμε ότι ο συγγραφέας μάς οδηγεί σε έναν άλλο κόσμο, εσωτερικό, μοναχικό, σε μιαν άλλη ζωή, μυστική. Η δράση συντελείται σε μια θλιβερή συνοικία, με σπίτια φτωχικά, με δρόμους και καφενεία έρημα σχεδόν, σε μια συνοικία όπου θαρρείς πως έχει χαθεί η ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Ο κεντρικός ήρωας είναι ένας λόγιος διανοούμενος δημοσιογράφος και μεταφραστής. Αν και ξεπεσμένος μικροαστός και ο ίδιος, ξεχωρίζει από τον κοινωνικό του περίγυρο καθώς αδυνατεί να δεχτεί τα όσα γεννά η χυδαιότητα της ζωής. Είναι άνθρωπος πολύ χαμηλών τόνων, ιδιαίτερα ανασφαλής και με χαμηλή αυτοεκτίμηση. Ο συγγραφέας ορίζει να είναι ανώνυμος και να αφηγείται, σε πρώτο πρόσωπο, όσα διαδραματίζονται καθώς και τη δική του εμπλοκή σε αυτά.

Ένα από τα κύρια στοιχεία του μυθιστορήματος είναι το τραύμα, το οποίο γεννιέται μέσα από δύο οικογενειακές τραγωδίες. Η πρώτη αφορά στην οικογένεια Ροβιλά, με πρωταγωνιστές τη Βένα και τον πατέρα της και η δεύτερη έχει να κάνει με το αντρόγυνο Βασίλη και Κικής Γεωργίου. Ο πατέρας της Βένας είναι ένας ιδιόρρυθμος μαθηματικός ο οποίος θεωρεί ότι έχει πέσει θύμα μιας σκοτεινής συνωμοσίας ξένων επιστημόνων και άλλων ισχυρών προσώπων, οι οποίοι οικειοποιήθηκαν μια σπουδαία μαθηματική ανακάλυψή του. Αυτή η πεποίθηση σε συνδυασμό με την οικονομική καταστροφή που έχει υποστεί, τον οδηγούν σε πλήρη απομόνωση από τον κόσμο. Η Βένα, αφοσιωμένη στον πατέρα της, πιστεύει και αυτή στα περί συνωμοσίας λεγόμενά του. Υιοθετεί και αυτή τον μοναχικό τρόπο ζωής του πατέρα της, μη επικοινωνώντας ούτε καν με τον αδελφό της ο οποίος έχει ανέλθει κοινωνικά και οικονομικά και για τον οποίο, κατά την αφήγηση, δημιουργούνται υπόνοιες διαφθοράς πολιτικής και κοινωνικής.  Είναι εντυπωσιακός ο τρόπος αλλά και η αξιοπρέπεια με την οποία αντιμετωπίζει η Βένα την οικονομική καταστροφή του πατέρα της, η οποία έχει οδηγήσει και στη διάλυση του αρραβώνα της, ελλείψεως προίκας. Στρέφεται στο διάβασμα, έρχεται σε επαφή με έργα ξένων συγγραφέων καθώς γνωρίζει ξένες γλώσσες και μεταφράζει ευκαιριακά κάποια κείμενα. Η καλλιέργειά της, την κάνει να διαφέρει από τα υπόλοιπα μέλη του μικρόκοσμου της συνοικίας, όμως δεν εκμεταλλεύεται την ανωτερότητά της αυτή, παραμένει εσωστρεφής και προσκολλημένη στον πατέρα της. Η σκέψη να παντρευτεί, όπως η ίδια δηλώνει, της προξενεί αηδία, καθώς θεωρεί φριχτό να γίνει ιδιοκτησία ενός άλλου σύμφωνα με τους αστικούς νόμους. Ακόμα και τα αισθήματα του κεντρικού ήρωα, του διανοούμενου αφηγητή, προς αυτήν, δεν ευδοκιμούν. Και οι δύο, αδυνατούν να δεχτούν την πραγματικότητα, όποια και αν είναι αυτή. Έτσι, αν και εμείς σαν αναγνώστες νιώθουμε ότι θα μπορούσαν να έρθουν κοντά, αποδεικνύονται μη ικανοί να βρουν ή να δημιουργήσουν ένα κοινό σημείο συνάντησης.

Σε δεύτερο επίπεδο εξελίσσεται μια άλλη τραγωδία, η οποία έχει ως αιτία της την καταθλιπτική καθημερινότητα της ζωής του Βασίλη μέσα στον γάμο του με την Κική Γεωργίου. Ο Βασίλης, κάποια στιγμή, συναντά μια γυναίκα, την Ηρώ Δραγάνη, η οποία ξυπνά όσα έχει μέσα του απωθήσει, υποταγμένος στις κοινωνικές επιταγές. Εγκαταλείπει τον ρόλο του πιστού συζύγου και οικογενειάρχη και ονειρεύεται μια νέα ζωή. Δεν μπορεί να αντισταθεί σε ό,τι μέσα του ξυπνά η γνωριμία με την Ηρώ. Είναι πέρα από τις δυνάμεις του και σύμφωνα με τον αφηγητή, είναι “σαν να πέθανε κρυφά, μέσα στη νύχτα, ένας άνθρωπος και να πήρε τη θέση του κάποιος άλλος”.  Η αντίδραση όμως της γυναίκας του, η οποία καταφεύγει σε κάθε μέσο – ακόμα και σε απόπειρα αυτοκτονίας – προκειμένου να μη διαλυθεί το σπίτι της, αναγκάζει τον Βασίλη να υποταχθεί και να επιστρέψει στον παλιό εαυτό του.

Είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι ο Τερζάκης, στη Μυστική Ζωή, στρέφεται στον άνθρωπο ως οντότητα μοναχική, με προβλήματα, αγωνίες, ψυχική κόπωση. Αναγνωρίζει ο συγγραφέας πως η καθημερινότητα είναι καταθλιπτική και μίζερη για πολλούς, και γι’ αυτούς αποφασίζει να γράψει. Οι μελετητές του έργου του Τερζάκη, αναφέρουν συχνά πως στόχος του είναι να μιλήσει για την “ισοπεδωμένη και χωρίς προεξοχές” ζωή των κοινών και αδύναμων ανθρώπων, για τα σπασμένα φτερά και τους ανικανοποίητους πόθους. Ο Ανδρέας Καραντώνης αναφέρει ότι ο Τερζάκης γίνεται “ψυχογράφος της μικροαστικής αθλιότητας και ζωγράφος της συνοικιακής ομίχλης” και οι ήρωές του παρουσιάζονται ως “συνταξιούχοι της ζωής” που παλεύουν με σκιές. Η γραφή του Τερζάκη δείχνει ότι δεν είναι ψυχρός παρατηρητής των όσων συμβαίνουν στη ζωή των ηρώων του. Μοιάζει να συμμετέχει στα παθήματά τους και σ’ αυτή τη συμμετοχή παρασύρει και εμάς.

Από τότε που έγραψε ο Τερζάκης τη Μυστική Ζωή, έχουν περάσει σχεδόν εβδομήντα χρόνια. Διερωτώμενοι, εμείς οι αναγνώστες, αν η Μυστική Ζωή, ως θέμα και ως επιλογή αναγνωστική, έχει θέση στο σήμερα, φέρνουμε στη σκέψη μας την κοινωνική πραγματικότητα του παρόντος χρόνου και συνειδητοποιούμε πως, η Μυστική Ζωή μοιάζει με σύγχρονο μυθιστόρημα. Η κοινωνική ζωή εξακολουθεί να είναι “...ένας στίβος όπου συγκρούονται του κόσμου οι μικροεγωισμοί, τα μικροφιλότιμα, τα μικροσυμφέροντα, τα μικροπάθη, όλα μικρά… Μια ψυχή ακέραια, δεν μπορεί, γρήγορα σιχαίνεται και αποσύρεται. Τότε τη λένε αδύναμη, ηττημένη…” Αυτές τις ψυχές, τις ακέραιες ψυχές, που τις λένε αδύναμες και προσκυνημένες, μας καλεί ο Τερζάκης να έχουμε στην έγνοια μας. Ολοκληρώνοντας την ανάγνωση της Μυστικής Ζωής, σκέφτομαι πως, απ’ όσα οι ήρωές της είπαν, είναι πολλά που πρέπει να θυμόμαστε. Ανάμεσά τους κι ετούτο: Μας λείπει κάθε επιείκεια για τους ανθρώπους. Όσο και αν μας έχουν φταίξει, ας μην ξεχνάμε πως οι αδυναμίες τους είναι οι αδυναμίες μας. Ας μην ξεχνάμε, ανήκουμε όλοι στο ίδιο είδος...

[Άγγελος Τερζάκης, Μυστική Ζωή, Εκδόσεις "Βιβλιοπωλείο της ΕΣΤΙΑΣ", Αθήνα 2020]