Τα Χρόνια, της Annie Ernaux
Η βραβευμένη με το Νόμπελ
Λογοτεχνίας 2022, Annie Ernaux, έγραψε “Τα Χρόνια” το 2008. Το έργο αυτό είναι,
κατά τον Νίκο Μπακουνάκη, ο λογοτεχνικός καθεδρικός της συγγραφέως, με την
έννοια της μεγάλης και τέλειας αρχιτεκτονικής σύνθεσης μέσα στην οποία έχουν
ενσωματωθεί με αριστοτεχνικό τρόπο όλα τα προηγούμενα βιβλία της.
Η Ernaux, ακολουθεί μέσα στην πορεία
του χρόνου, την πορεία της ηρωίδας της – που άλλη δεν είναι από τη δική της
πορεία – παράλληλα με την εξέλιξη και αναδιαμόρφωση του ιστορικού και
κοινωνικού πλαισίου. Έτσι, εμείς οι αναγνώστες βλέπουμε, από το 1940 ως το
1950, τη γέννηση και τα πρώτα της παιδικά χρόνια στο φτωχό επαρχιακό περιβάλλον
της Νορμανδίας, σημαδεμένο από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, την Κατοχή, την
Απελευθέρωση της Γαλλίας και τη μεταπολεμική ανέχεια. Την επόμενη δεκαετία,
1950–1960, ακολουθούμε τα βήματά της ως μαθήτρια και φοιτήτρια που αγωνίζεται
για την κοινωνική άνοδο μέσω της εκπαίδευσης και παράλληλα βλέπουμε την άνοδο
της καταναλωτικής κοινωνίας. Νέες ηλεκτρικές συσκευές, νέα πρότυπα, νέα ήθη. Τα
χρόνια περνούν, έρχεται ο έρωτας, η σεξουαλική και πολιτική αφύπνιση. Έρχεται ο
Μάης του ‘68, το φεμινιστικό κίνημα, η αμφισβήτηση των παραδοσιακών αξιών, η
σύγκρουση του χθες με το αύριο. Τα χρόνια που ακολουθούν, από το 1970 ως το
1980, βρίσκουν την ηρωίδα να εργάζεται ως εκπαιδευτικός, να αποκτά οικογένεια,
να ζει την ένταση ανάμεσα στην οικογενειακή ζωή και την προσωπική ελευθερία και
παράλληλα να συνειδητοποιεί την κόπωση και το ξεθώριασμα των μεγάλων
ιδεολογιών. Στα επόμενα χρόνια, από το 1980 ώς το 1990, έρχεται η ώρα της
επανεξέτασης της ζωής της ηρωίδας, η ώρα του διαζυγίου, την ίδια ώρα που στον
κόσμο επικρατεί η μαζική κουλτούρα, η παντοδυναμία της τηλεοπτικής εικόνας, ο
ατομισμός. Τα χρόνια της ωριμότητάς της, η δεκαετία του ‘90, χρόνια της
παγκοσμιοποίησης, του διαδικτύου, της τεχνολογικής επανάστασης, φέρνουν την
ηρωίδα (τη συγγραφέα δηλαδή, ας μην το ξεχνάμε), αντιμέτωπη με το γήρας, τη
φθορά, τον θάνατο των γονιών της. Τελευταίος σταθμός του ταξιδιού μέσα στον
χρόνο, η νέα χιλιετία. Έρχεται πια η ώρα του αναστοχασμού της δικής της ζωής
αλλά και της ζωής όλης της γενιάς της, μέσα από φωτογραφίες, προσωπικά ημερολόγια, μνήμες.
Φτάνοντας στο τέλος της ανάγνωσης
του βιβλίου, έρχεται η ώρα του “γιατί”. Για ποιον λόγο γράφτηκαν Τα Χρόνια και
για ποιον λόγο απουσιάζει το πρώτο ενικό πρόσωπο από την αφήγηση; Η Ernaux,
κατά την άποψή μου, έγραψε το βιβλίο της γιατί θέλησε, με όπλο τη γραφή της, να
μπει στην αρχέγονη μάχη ενάντια στη λήθη. Θέλησε να σώσει όχι τις δικές της
μνήμες ζωής – γι’ αυτό και απουσιάζει το “εγώ” -, αλλά τη
συλλογική μνήμη μιας ολόκληρης γενιάς Γάλλων, αυτών που γεννήθηκαν την εποχή
του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου και βίωσαν όλες τις μεγάλες στιγμές του 20ού αιώνα.
Κι αυτή τη διάσωση της συλλογικής μνήμης, θέλησε να την πραγματοποιήσει μέσω
της αναφοράς μικρών καθημερινών λεπτομερειών της ζωής. Τι έτρωγαν, τι άκουγαν,
πώς μιλούσαν, τι έπρατταν, τι φοβούνταν, τι ονειρεύονταν, για τι αγωνίζονταν οι
άνθρωποι κάθε εποχής, δεν είναι παρά τα στοιχεία στα οποία αποτυπώνεται η ψυχή
ολόκληρης της εποχής. Η απόδειξη της επιτυχίας του εγχειρήματος της συγγραφέως,
βρίσκεται στην έκπληξη που νιώθει ο μη Γάλλος αναγνώστης – ασφαλώς και εμείς -
κάθε φορά που, σε διάφορους σταθμούς της αφήγησης, εντοπίζει μυστικές γωνιές
όπου μπορεί να αποθέσει, με ασφάλεια, δικές του μνήμες: από τα δύσκολα παιδικά
του χρόνια σε κάποιο ορεινό χωριό, από τους κοινωνικούς αγώνες των δικών του
φοιτητικών χρόνων, από τις δικές του ώρες χαράς και θλίψης.
