Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2019

Ανάγνωσης σκέψεις


Ο Εθελοντής  του Γιώργη Μανουσάκη

Ένα ταξίδι. Μια πορεία. Από το 1912 ως το 1940. Ενός ανθρώπου. Ή μήπως ενός λαού; Δύσκολο να πει κανείς. Ο ήρωας, ο Βασίλης Σηφάκης, 17 χρονών, φεύγει από το χωριό του στην Κρήτη για να γνωρίσει τον κόσμο. Για να σώσει τον κόσμο. Για να σώσει τις Ιδέες. Εθελοντής.

Ένα ταξίδι. Στα πεδία των μαχών, ο ήρωας του Μανουσάκη πολεμά για τ’ όνειρο μιας λεύτερης και δυνατής πατρίδας. Στις μεγάλες πόλεις που σφραγίζουν τη ζωή του, Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Σμύρνη και Κωνσταντινούπολη, στρατεύεται πολιτικά και βιώνει τις συνέπειες αυτής της στράτευσης. Ο Βασίλης Σηφάκης δεν παύει να είναι όμως άνθρωπος και, παράλληλα, βιώνει μεγάλα πάθη που αφήνουν τα σημάδια τους στην ψυχή του.

Ο Γιώργης Μανουσάκης, παρουσιάζει με μοναδικό τρόπο την πορεία του Εθελοντή του. Σαν απλός παρατηρητής, αποφεύγει να κάνει την όποια ψυχολογική ανάλυση χαρακτήρων. Έτσι, καθώς διαβάζουμε το βιβλίο, μπορούμε, ανεπηρέαστοι, να γνωρίσουμε τους ήρωες σαν να τους συναντούμε πραγματικά. Κι είναι τέτοιος ο τρόπος του συγγραφέα που, από ένα σημείο και μετά, οι ήρωες μοιάζουν παλιοί γνώριμοί μας. Επίσης, ο συγγραφέας, καταφέρνει με τρόπο θαυμαστό να περιγράψει τα Χανιά του 1900. Η διήγησή του στην αρχή του μυθιστορήματος, μοιάζει σαν καλοσχεδιασμένη ξενάγηση. Κι είναι η ξενάγηση αυτή τόσο εντυπωσιακή και λεπτομερής που νομίζεις πως έχεις ταξιδέψει με χρονομηχανή στο τότε και ακολουθείς τους ήρωες καθώς κινούνται μέσα στα περιτοιχισμένα Χανιά του παρελθόντος, στα ανέγγιχτα από την ανάπτυξη και τον εκσυγχρονισμό Χανιά.

Μοναδικός, λοιπόν, ο τρόπος γραφής του Μανουσάκη. Λιτός μα άκρως περιεκτικός. Χωρίς φτιασίδια και συναισθηματικές εξάρσεις, όπως ταιριάζει στην πορεία της ζωής του Εθελοντή. Όπως ταιριάζει, ίσως, και στην πορεία της ζωής του ίδιου του συγγραφέα.


Ταξιδεύοντας στις σελίδες ετούτου του βιβλίου, θαρρούσα πως άκουγα τον ίδιο τον συγγραφέα, να διαβάζει το κείμενό του. Όπως τότε. Τον Σεπτέμβρη του 1980 ήταν η πρώτη φορά που συναντήθηκα με τον Γιώργη Μανουσάκη, όταν ξεκίνησε η φοίτησή μου στην Τρίτη Τάξη του 5ου Γυμνασίου Χανίων. Για μένα δεν ήταν ο Γιώργης Μανουσάκης.  Ήταν ο κύριος Μανουσάκης, ο φιλόλογός μας. Πάντα σοβαρός, λιγομίλητος ή μάλλον σιωπηλός. Αυτή η σιωπή, μη κατανοητή για μένα τότε, μπορώ να πω ότι μου γεννούσε μια αίσθηση δέους, ίσως και φόβου. Δεν ήξερα ή, μάλλον, δεν μπορούσα να καταλάβω τον διαρκή εσωτερικό αγώνα του πνευματικού ανθρώπου που καθημερινά έπρεπε να κάνει την ίδια υποχώρηση και να αφιερώνει κάποιες πολύτιμες ώρες από τον χρόνο του σε εμάς. Δεν μπορώ να ξεχάσω την ημέρα που, πριν ξεκινήσει το μάθημά του, δειλά, και με μια έκφραση δισταγμού στο πρόσωπό του, μας κάλεσε στην παρουσίαση της ποιητικής του συλλογής «Τρίγλυφο» στην αίθουσα του Χρυσόστομου. Δεν θυμάμαι αν πήγαμε στην παρουσίαση, μια παρέα εφήβων που μάλλον ιδέα δεν είχαμε από ποίηση, από ευγένεια ή από φόβο για το τι θα γινόταν αν δεν μας έβλεπε εκεί. Θυμάμαι όμως, αξέχαστα, το χαμόγελο που φώτισε το πρόσωπό του όταν, πριν ξεκινήσει τον λόγο του, μας είδε να καθόμαστε στην τρίτη σειρά των ακροατών. Θυμάμαι επίσης, πως από τη μέρα εκείνη, στην τάξη, λιγότερο σιωπηλός ήταν και το χαμόγελο θρόνιαζε στη ματιά του, σχεδόν καθημερινά.
Φέρνοντας όλα αυτά στο νου μου τώρα, σκέφτομαι πως ήταν πραγματικά κρίμα που, όντας παιδιά ακόμα, δεν είχαμε συνειδητοποιήσει πόσο μεγάλη τιμή ήταν για εμάς να έχουμε δάσκαλό μας τον Γιώργη Μανουσάκη. Το λιγότερο που θα μπορούσαμε να του έχουμε πει, θα ήταν ένα: «ευχαριστούμε, Δάσκαλε…»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου