Κυριακή 16 Μαρτίου 2025

 

     Αντιπλοίαρχος Βασίλης Λάσκος, του Μ. Καραγάτση

     Κάθε φορά που ξεκινάμε την ανάγνωση ενός βιβλίου, εμπλεκόμαστε σε έναν διάλογο με την εποχή κατά την οποία γράφτηκε ή, όχι σπάνια, ερχόμαστε και σε σύγκρουση με την εποχή αυτή. Σύγκρουση, που εξηγείται από το γεγονός ότι ξεχνάμε πως το κείμενο που κρατούμε στα χέρια μας γεννήθηκε σε μια άλλη ιστορική συγκυρία. Πριν αρχίσουμε λοιπόν την ανάγνωση της μυθιστορηματικής βιογραφίας “Αντιπλοίαρχος Βασίλης Λάσκος”, ας έχουμε σε μια γωνιά της σκέψης μας τις συνθήκες μέσα στις οποίες γεννήθηκε το έργο. Έτσι, οι δικές μας προσλαμβάνουσες δεν θα “επαναστατήσουν” και θα μας επιτρέψουν να έρθουμε σε διάλογο και όχι σε σύγκρουση, με τον λόγο του συγγραφέα.

     Το συγκεκριμένο βιβλίο, μπορούμε να πούμε ότι ανήκει στα Ιστορικά του Καραγάτση μαζί με το “Σέργιος και Βάκχος”, την ιστορία δυο ξεχασμένων αγίων - παρατηρητών της ελληνικής ιστορίας στην εξέλιξή της, και το “Ιστορία των Ελλήνων: ο αρχαίος κόσμος”. Η ιστορία, λοιπόν, είναι αυτή που οδηγεί την πένα του συγγραφέα καθώς βιογραφεί τον ήρωά του και, κατά την άποψή μου, έχει και τον πρώτο ρόλο σε σχέση με τη μυθοπλασία. Ο ήρωας του βιβλίου, υπαρκτό πρόσωπο: ο αντιπλοίαρχος Βασίλης Λάσκος. Γεννημένος το 1899 στην Ελευσίνα και μεγαλωμένος σε μια πολυμελή αρβανίτικη οικογένεια. Φοιτά στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων και αργότερα εκπαιδεύεται στα υποβρύχια, στα οποία αφιερώνει τη ζωή του, μέχρι τέλους. Μετά την απόταξή του από το Ναυτικό λόγω της συμμετοχής του στο Κίνημα του ‘35, έρχονται χρόνια άδεια και αδιάφορα για τον Λάσκο ο οποίος δεν παύει να λαχταρά την επιστροφή του στην ενεργό δράση. Λίγο καιρό μετά τη γερμανική εισβολή, διαφεύγει στη Μέση Ανατολή, επανεντάσσεται στο Πολεμικό Ναυτικό και ορίζεται κυβερνήτης του παλαιού πια υποβρυχίου “Κατσώνης” με το οποίο επιχειρεί και στο οποίο χάνει τη ζωή του, όπως πάντα το ονειρευόταν: πολεμώντας, στις 14 του Σεπτέμβρη του 1943, ημέρα εορτής της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού.

     Γιατί αποφασίζει όμως ο Καραγάτσης να γράψει για τον Λάσκο; Είναι το βιβλίο αυτό άλλο ένα ψυχογράφημα; Κι αν είναι, τι παραπάνω έχει να αποκομίσει ο αναγνώστης απ’ όσα αποκόμισε διαβάζοντας τον Λιάπκιν ή τον Γιούγκερμαν; Από τις πρώτες κιόλας σελίδες, το παραπάνω ερώτημα βρίσκει την απάντησή του. Στόχος του συγγραφέα είναι να παρουσιάσει έναν ήρωα και την κινητήρια δύναμη που τον οδηγεί προς τον ηρωισμό, που άλλη δεν είναι από τη δύναμη του ελεύθερου πνεύματος. Σχεδόν σε κάθε σελίδα συναντούμε και ένα μικρό ή μεγάλο δηλωτικό στοιχείο του ελεύθερου πνεύματος του ήρωα. Ο Λάσκος περιφρονεί την ανθρώπινη ανάγκη της επιβίωσης. Ουκ επ’ άρτω μόνον ζήσεται άνθρωπος. Υπάρχει και το πνεύμα, ο πλούτος της σκέψεως! Ενδιαφέρεται για τον αγώνα και τη νίκη και λαχταρά τη δόξα και την υστεροφημία. Εμφανίζεται σαν να γνωρίζει εκ των προτέρων το ηρωικό τέλος. Αυτή η γνώση, όμως, του τέλους, τον οδηγεί στο να παλεύει να ζήσει τη ζωή σχεδόν κατασπαράσσοντάς την και τον ρίχνει στις υλικές απολαύσεις  δίχως μέτρο. Η άμετρη άγρα της σάρκας δεν νεκρώνει μέσα του την αγάπη της γυναίκας, μα σαν αναμετριέται όμως, η αγάπη της γυναίκας με την αγάπη της θάλασσας, η θάλασσα και η ελευθερία που γεννά στην ψυχή του, τον κερδίζουν. Βασανίζεται ο ήρωας συχνά από επικίνδυνες κρίσεις θυμού και παλεύει να τιθασεύσει τα νεύρα του. Κι όταν φτάνει σε όρια επικίνδυνα, επιστρέφει στη γενέθλια γη της Ελευσίνας. Ιντερμέδιο αγνότητας οι επιστροφές αυτές, σημειώνει ο συγγραφέας, για την ανάπαυση όχι του κορμιού μα της ψυχής.

     Γεννημένος ήρωας ο Λάσκος, και σαν ήρωας δρα παράτολμα, στα όρια της τρέλας γιατί, όπως δηλώνει μέσω της πένας του Καραγάτση, δίχως τρέλα, δεν γίνεται τίποτα. Γεννημένος ήρωας ο Λάσκος, και, σαν τους ήρωες του Ομήρου, τιμά τη φιλία και παλεύει γι’ αυτήν με πράξεις αδιανόητες για έναν απλό και συνηθισμένο άνθρωπο. Όσο για τη σχέση του με τον Θεό, ο Βασίλης Λάσκος, κατά τον συγγραφέα, πιστεύει σ’ αυτόν. Είναι Χριστιανός Ορθόδοξος από πεποίθηση, όμως είναι μεγάλος αμαρτωλός σαρκικά. Ποτέ δεν εμίσησε, δεν εφθόνησε, δεν είπε ψέματα, δεν έκλεψε, μα η ψυχή του έχει κι αυτή τα σκοτεινά σημάδια της, γεννημένα από τη φιλοδοξία, τη ματαιοδοξία ίσως και την υπερφίαλη, κάποιες φορές, συμπεριφορά του. Γεννημένος ήρωας ο Λάσκος και το γνωρίζει. Περιμένει με λαχτάρα την ώρα της δόξας, την ώρα της γέννησης του δικού του θρύλου. Κι όπως στα χρόνια του Σηκωμού του Γένους, έτσι και στις 14 του Σεπτέμβρη του ‘43, ο θρύλος του αντιπλοίαρχου Βασίλη Λάσκου γεννιέται από το βόλι του εχθρού.

     Αν θέλουμε να σχολιάσουμε τη γραφή του Καραγάτση, πρέπει να πούμε ότι είναι ιδιαίτερη και, σήμερα, ίσως προκαλεί αντιδράσεις, ιδίως σε όσους δεν έχουν ασχοληθεί με το έργο του. Όπως αναφέρθηκε στην αρχή του σχολίου μας, ας έχουμε σε μια γωνιά της σκέψης μας τις συνθήκες μέσα στις οποίες γεννήθηκε το έργο αυτό. Ας μη  βιαστούμε να κατηγορήσουμε τον συγγραφέα για μισογυνισμό ή για άμετρη προβολή μιας ανδροκρατούμενης, πατριαρχικής και βαθιά καταπιεστικής κοινωνίας. Οι δομές της κοινωνίας, σίγουρα αλλάζουν, όπως και οι ιδέες με το πέρασμα του χρόνου. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι μπορούμε να αντιμετωπίζουμε αφοριστικά το έργο ανθρώπων οι οποίοι, αν μη τι άλλο, κατέγραψαν μια ολόκληρη εποχή. Ο Καραγάτσης ανήκει στη Γενιά του ‘30 και γράφει σύμφωνα με τις αρχές της. Δεν δημιουργεί έναν εξιδανικευμένο ήρωα αλλά παρουσιάζει τον Βασίλη Λάσκο με ρεαλιστική γραφή, αναδεικνύοντας τόσο την ανδρεία όσο και τις ανθρώπινες αδυναμίες του. Επίσης, εμβαθύνει στην ψυχολογία του Βασίλη Λάσκου, παρουσιάζοντάς τον όχι μόνο ως στρατιωτικό ηγέτη αλλά και ως άνθρωπο με συναισθήματα, σκέψεις και προσωπικά διλήμματα. Χρησιμοποιείται πλούσια, ρέουσα δημοτική γλώσσα, γεμάτη ένταση και εικόνες. Παράλληλα, γίνεται χρήση κινηματογραφικών περιγραφών και δυναμικών σκηνών μάχης που θυμίζουν ευρωπαϊκή πεζογραφία. Υπάρχουν, επίσης, έντονα στοιχεία πατριωτισμού και ηρωισμού τα οποία παρουσιάζονται ως αποτέλεσμα βαθιάς συνειδητοποίησης και αίσθησης ευθύνης.

     Ολοκληρώνοντας το σχόλιο μας, αξίζει να προσθέσουμε μερικές γραμμές σχετικά με τη στάση του αντιπλοίαρχου Βασίλη Λάσκου απέναντι στην ποίηση. Ο Καραγάτσης, θεωρώντας ίσως ότι στη ζωή ενός ήρωα δεν μπορεί να βρεθεί χώρος και χρόνος για την ποίηση,  αναφέρει πως ο Βασίλης Λάσκος επιπλήττει τον μικρό του αδερφό Ορέστη, ο οποίος θέλει να ασχοληθεί με την ποίηση. Όμως η Ανδρομάχη Χουρδάκη, στις Πράξεις Ποιητών της Δευτέρας 2 Νοεμβρίου 2020, όπου παρουσιάζει το έργο του ποιητή Ορέστη Λάσκου, σημειώνει ότι ο Ορέστης έλεγε πως η επίπληξη αυτή δεν ήταν παρά ένα εύρημα του Καραγάτση, συμπληρώνοντας: «Ο αδελφός μου Βασίλης με λάτρευε όπως τον λάτρευα κι εγώ. Καμάρωνε που έγραφα ποιήματα. Κι ακόμη, όταν παράτησα την Ιατρική Σχολή, στην οποία φοίτησα δύο χρόνια, και ύστερα τη Σχολή Ευελπίδων, στην οποία είχα μπει πρώτος και σε έξι μήνες πήδησα τη μάντρα της Σχολής και έφυγα, ο Βασίλης δε με μάλωσε, αλλά με παρακίνησε ν’ ασχοληθώ με την ποίηση και την καλλιτεχνία». Για να τιμήσει μάλιστα, ο Ορέστης, τον αδελφό του Βασίλη, γράφει το πολύστιχο ποίημα “Πλοίαρχος Βασίλης Λάσκος”, από το οποίο παραθέτουμε μικρά αποσπάσματα:
 Μάνα μου χωριάτισσα, κυρα-Παμεινώνταινα, κυρα-Μαριγώ,
απ’ τα τέσσερα σερνικά βλαστάρια σου
στα στερνά σου απόμεινα τώρα μόνο εγώ.

…………………

Τι στο πέλαγο κατάντικρυ,
στα Σκιαθίτικα ακρογιάλια 
του Σταυρού μιαν ήρεμη βραδιά 
αχ, ο Βάσος μας σκοτώθηκε
πολεμώντας σα λιοντάρι για τη λευτεριά.

…………………

Το μαντάτο τούτο το φριχτό
τ’ άρπαξαν του πέλαγου τα κύματα
τ’ άρπαξαν και οι γλάροι στον αγέρα
και το κάνανε τραγούδι θλιβερό
και το κάνανε τραγούδι και το σκόρπισαν
πέρα ως πέρα
κι έλεαν για το σκοτωμένο παλικάρι
και τα κύματα, και οι γλάροι,

…………………

Μάνα μου χωριάτισσα, κυρα-Παμεινώνταινα, κυρα-Μαριγώ,
έτσι, σαν το Βάσο μας 
άμποτες να πέθαινα και γω!

 

[Μ. Καραγάτσης, Αντιπλοίαρχος Βασίλης Λάσκος, εκδόσεις “Βιβλιοπωλείον της ΕΣΤΙΑΣ”, Αθήνα 2021]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου