Παρασκευή 21 Νοεμβρίου 2025

Το Αρχέγονο και Άλλοι Καιροί, της Όλγκα Τοκάρτσουκ

Το μυθιστόρημα «Το Αρχέγονο και Άλλοι Καιροί» της Όλγκα Τοκάρτσουκ, εκδόθηκε για πρώτη φορά στην Πολωνία το 1996 και θεωρείται ως το μυθιστόρημα που έφερε στη συγγραφέα τη διεθνή αναγνώριση.

Από την πρώτη κιόλας σελίδα του μυθιστορήματος, ο αναγνώστης διαπιστώνει τον ιδιαίτερο τρόπο γραφής της Τοκάρτσουκ, τον τρόπο γραφής για τον οποίο η Σουηδική Ακαδημία της απένειμε το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας 2018. Διαβάζουμε στην επίσημη σελίδα της Ακαδημίας ότι το βραβείο της απονεμήθηκε «… για την αφηγηματική της φαντασία, η οποία με εγκυκλοπαιδικό πάθος αναπαριστά το πέρασμα των ορίων ως τρόπο ζωής».

Η συγγραφέας, έχει δηλώσει σε συνέντευξή της: «…γράφω βιβλία για να διευρύνω το μυαλό των ανθρώπων. Για να δείξω μία νέα οπτική γωνία. Για να κατανοήσουν οι άνθρωποι ότι αυτό που θεωρούν προφανές δεν είναι τόσο προφανές… Γι’ αυτό υπάρχει η λογοτεχνία. Για να μπορέσουμε να διευρύνουμε τη συνείδησή μας και την ικανότητα μας να ερμηνεύουμε τη ζωή…» Δύσκολο, όμως, να απομονώσουμε έναν και μόνο λόγο για τον οποίο έγραψε η Τοκάρτσουκ το μυθιστόρημα «Το Αρχέγονο και Άλλοι Καιροί», καθώς πρόκειται για πραγματικά πολυεπίπεδο έργο. Θα μπορούσαμε ίσως να πούμε, με μια πρώτη ανάγνωση, ότι η συγγραφέας προσπάθησε να εξερευνήσει, μυθοποιώντας την, την πολωνική ταυτότητα μέσα στο πλαίσιο της έντονα ταραχώδους ιστορίας του 20ού αιώνα.

Τι είναι όμως το Αρχέγονο; Ένας απομονωμένος μικρόκοσμος, ένα χωριό σαν αυτά των παραμυθιών της παλιάς εποχής, με σαφή όρια, τα οποία δεν τολμά κανείς εύκολα να περάσει. Το Αρχέγονο, βρίσκεται σε διαρκή κίνδυνο, από δυνάμεις που προσπαθούν να παραβιάσουν τα όριά του. Υπερφυσικά όντα όμως, τέσσερις αρχάγγελοι, το προστατεύουν από τις δυνάμεις αυτές: από την αγωνία του ταξιδιώτη, από τον πόθο να κατέχεις και να κατέχεσαι, από την αλαζονεία, από την υπεροψία. Η συγγραφέας παρακολουθεί τις τύχες των κατοίκων του μυθικού αυτού χωριού στην Πολωνία, το οποίο οι κάτοικοί του θεωρούν ως το κέντρο του σύμπαντος. Η αφήγηση εκτείνεται χρονικά σε μεγάλο μέρος του 20ού αιώνα, ξεκινώντας από το 1914 και φτάνοντας ως τα τέλη της δεκαετίας του 1980. Η πλοκή ξετυλίγεται μέσα από τις ζωές τριών διαδοχικών γενεών δύο βασικών οικογενειών. Οι ζωές των ανθρώπων αυτών (οι έρωτες, οι γεννήσεις, οι πόλεμοι, οι τραγωδίες και οι καθημερινές στιγμές) διαμορφώνονται και συχνά διαλύονται από τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα που εισβάλλουν στον μικρόκοσμό τους, όπως οι δύο Παγκόσμιοι Πόλεμοι και η επακόλουθη κομμουνιστική περίοδος.

Πολλά είναι τα στοιχεία που εντυπωσιάζουν τον αναγνώστη του μυθιστορήματος της Όλγκα Τοκάρτσουκ. Το στοιχείο του μύθου ένα από αυτά. Η συγγραφέας μετατρέπει την ιστορία σε μύθο, ο οποίος διαδραματίζεται σε έναν τόπο όπου ο γραμμικός, ιστορικός χρόνος (τα γεγονότα, οι πόλεμοι, τα κοινωνικά κινήματα) συναντά τον κυκλικό, μυθικό χρόνο (οι εποχές, οι φυσικές μεταβολές, οι γενιές των ανθρώπων). Δεν πρέπει να θεωρήσουμε ότι το μυθικό στοιχείο χρησιμοποιείται ως μέσο φυγής από την πραγματικότητα, αλλά ως μέσο για να φωτιστούν βαθύτερες αλήθειες που έχουν σχέση με την ανθρώπινη ύπαρξη. Άλλο στοιχείο που μας εντυπωσιάζει είναι η χρήση του χρόνου μέσα στην αφήγηση. Για την συγγραφέα ο χρόνος, ο καιρός όπως τον ονομάζει, δεν είναι αντικειμενικός, δεν είναι μοναδικός. Είναι ο καιρός της Γκενοβέφα, ο καιρός της Μίσια, ο καιρός του Κακού Ανθρώπου, ο καιρός του Θεού… Ο χρόνος λοιπόν δεν είναι ένας, είναι πολλοί, παράλληλοι, υποκειμενικοί χρόνοι, με τον δικό του ρυθμό ο καθένας. Η συγγραφέας, επίσης, μιλά για τη φύση. Η φύση δεν
είναι απλά ένα θέατρο του ιστορικού γίγνεσθαι, είναι ένας ζωντανός οργανισμός, ένα, πολλές φορές αόρατο, ζωντανό δίκτυο στοιχείων, με δική του συνείδηση. Η φύση, νιώθουμε, μέσα από τον λόγο της συγγραφέως, ότι βρίσκεται σε βαθιά, αδιάσπαστη – αν και ίσως ξεχασμένη – σχέση με τους ανθρώπους, με τον τόπο τους αλλά και με τον πνευματικό κόσμο. Η Μεγάλη Ιστορία επίσης, για τη συγγραφέα, δεν είναι πρώτης προτεραιότητας. Οι μεγάλες μάχες, οι μεγάλοι ηγέτες, παραμερίζουν και προσφέρουν χώρο στη μικροϊστορία, στον πόνο, τα βάσανα, τον έρωτα, τη γέννηση και τον θάνατο των απλών ανθρώπων που υπάρχουν αθόρυβα και που βιώνουν τα ιστορικά γεγονότα σχεδόν παθητικά.

Ένα στοιχείο που προβληματίζει, και προκαλεί ίσως, τον αναγνώστη, είναι ο περί Θεού λόγος που αναπτύσσεται στις σελίδες του μυθιστορήματος. Η συγγραφέας παρουσιάζει τον Θεό με τρόπο αιρετικό και ιδιαίτερο, ο οποίος αποκλίνει από τη χριστιανική παράδοση, τόσο την ανατολική όσο και τη δυτική. Ο Θεός του Αρχέγονου έχει δημιουργήσει ένα σύμπαν οκτώ κόσμων, το οποίο θυμίζει τα πτολεμαϊκά, γεωκεντρικά μοντέλα. Στόχος του ανθρώπου είναι βρει τη διαδρομή διαφυγής και να απελευθερωθεί από τα δεσμά των οκτώ κόσμων. Ο Θεός παρουσιάζεται αποστασιοποιημένος, αναποφάσιστος, βαριεστημένος με την ανθρωπότητα, ακόμα και ιδιοτελής. Η στάση του αυτή γεννά αμφιβολία στους ανθρώπους και απορία σχετικά με τις προθέσεις του. Γιατί όμως παρουσιάζει η Τοκάρτσουκ τον Θεό ως μια αδιάφορη ανώτερη δύναμη; Είναι αυτό μια πράξη βλασφημίας; Σαφώς και δεν είναι. Η συγγραφέας, παρουσιάζει τα δεινά του 20ού αιώνα (δύο παγκόσμιους πολέμους και  την άνοδο ολοκληρωτικών καθεστώτων) και βάζει τον Θεό του μυθικού Αρχέγονου να αδιαφορεί για αυτά, για να μετατοπίσει το κέντρο βάρους της ηθικής ευθύνης: από τον ουρανό, στον άνθρωπο. Ο Θεός δεν παρεμβαίνει και αφήνει τον άνθρωπο, με τις ελεύθερες επιλογές του, να στρέφεται άλλοτε προς το καλό και άλλοτε προς το κακό. Ουσιαστικά, η «αδιαφορία» του Θεού, αναγκάζει τον αναγνώστη να κοιτάξει χαμηλότερα και να αναγνωρίσει τον άνθρωπο ως τον πραγματικό ηθικό δρώντα. Η σωτηρία ή ο αφανισμός του Αρχέγονου, και κατ’ επέκταση του κόσμου, βρίσκεται στα χέρια των κατοίκων του. Η ηθική και η ανηθικότητα, η ελπίδα και η απελπισία, η σωτηρία και η καταστροφή, είναι ανθρώπινες υποθέσεις.

Ολοκληρώνοντας τον σύντομο σχολιασμό του μυθιστορήματος «Το Αρχέγονο και Άλλοι Καιροί», θεωρώ ότι αξίζει να γίνει αναφορά στο θέμα της ταύτισης του αναγνώστη. Κάθε φορά που τελειώνει η ανάγνωση ενός βιβλίου, είναι πολύ συχνή η αίσθηση της ταύτισης του αναγνώστη με κάποιον ή κάποιους από τους ήρωες. Στο Αρχέγονο, κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει και αυτό είναι επιλογή της συγγραφέως, η οποία μέσω της διάσπασης του χρόνου σε καιρούς, δεν μας επιτρέπει να μένουμε αρκετά με έναν ήρωα και να γίνουμε ένα μαζί του. Εναλλάσσοντας με γρήγορους ρυθμούς τους καιρούς των ηρώων, ορίζει να είμαστε μονάχα παρατηρητές της ζωής τους από ψηλά, θαρρείς αιωρούμενοι πλάι στους αρχάγγελους προστάτες του Αρχέγονου. Παρ’ όλα αυτά, εν τέλει, υπάρχει μια αίσθηση ταύτισης. Όχι με τα πρόσωπα, μα με τις καταστάσεις που βιώνουν τα πρόσωπα. Με την απώλεια, με τον πόνο που γεννά ο πόλεμος, με τις νέες αναζητήσεις, με τα ένστικτα, με το παράλογο και την κοινωνική περιθωριοποίηση που γεννά αυτό, με την υποταγή στην ανθρώπινη μοίρα. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι, αν και απουσιάζει η ταύτιση με έναν ήρωα, συντελείται, μέσα από τη γραφή της Τοκάρτσουκ, ταύτιση του αναγνώστη με το ίδιο το Αρχέγονο. Έναν τόπο μυθικό μεν, ζωντανό δε, ο οποίος υποφέρει, λαβώνεται, γιατρεύεται, μεταβάλλεται. Έναν τόπο που αν δεν τον είχε ονομάσει «Αρχέγονο» η συγγραφέας, θα μπορούσε να λέγεται «Ανθρώπινη Ψυχή».

[Όλγκα Τοκάρτσουκ, Το Αρχέγονο και Άλλοι Καιροί, Εκδόσεις Καστανιώτη, 9η Έκδοση,  Αθήνα 2023]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου