Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2024

 

 Το Δαιμόνιο, του Γιώργου Θεοτοκά

            Ο Γιώργος Θεοτοκάς έγραψε “Το Δαιμόνιο” το 1938, εννιά χρόνια μετά τη συγγραφή και δημοσίευση του δοκιμίου με τίτλο “Ελεύθερο Πνεύμα”, το οποίο έχει χαρακτηριστεί ως πνευματική διακήρυξη της Γενιάς του ‘30.

            Η παραπάνω αναφορά είναι σημαντική κατά την άποψή μου, καθώς αν δεν προηγηθεί μια μικρή μελέτη του ιστορικού, κοινωνικού, πολιτισμικού πλαισίου της εποχής του ‘30, η εντύπωση που θα αποκομίσει ο αναγνώστης του “Δαιμονίου” θα είναι ότι ο Θεοτοκάς θέλησε να μιλήσει απλά για μια οικογένεια. Μια οικογένεια, η οποία ζει και δρα στη Χίο, και της οποίας οι συμπεριφορές, περίεργες, ιδιαίτερες και στα όρια του ψυχοπαθολογικού, είναι μάλλον αδύνατο να κατανοηθούν και να γίνουν αποδεκτές από τον κόσμο της επαρχιώτικης κοινωνίας του νησιού.

            Τα πράγματα όμως δεν είναι έτσι. Ο Θεοτοκάς, ανήκει στη Γενιά του ‘30. Και η Γενιά του ´30, οι πνευματικοί, δηλαδή, άνθρωποι που ζουν και δημιουργούν εκείνα τα χρόνια, έχουν ζήσει μεγάλους πολέμους και μια εθνική καταστροφή. Θέλουν όλα αυτά να μείνουν πίσω και οραματίζονται μια Ελλάδα η οποία πορεύεται εμπρός, μονάχα εμπρός. Το όραμα του Θεοτοκά, και της Γενιάς του ‘30, μπορεί να γίνει εύκολα αντιληπτό, από τα περιεχόμενα του “Ελεύθερου Πνεύματος”: “Περίπατος στην Ευρώπη, Εθνικός Χαρακτήρας και Πνευματικός Μιλιταρισμός, Η ηθογραφία, Προϋποθέσεις μιας αληθινής πρωτοπορείας”.

            Έχοντας ο αναγνώστης κατανοήσει, έστω και σε μικρό βαθμό, το ελεύθερο πνεύμα της Γενιάς του ‘30, θα ανακαλύψει πολλά μες στις σελίδες του “Δαιμονίου”. Η κοινωνία της Χίου, έκφραση της παλιάς Ελλάδας, της ζώσας και δρώσας γύρω από τον άξονα της Παράδοσης. Η οικογένεια Χριστοφή από την άλλη, έκφραση της λαχτάρας για εκσυγχρονισμό και συμπόρευση με την Ευρώπη που, εκείνη την εποχή, βιώνει τεράστιες αλλαγές, κοινωνικές, επιστημονικές, πνευματικές. Και ο αφηγητής, ο ίδιος ο συγγραφέας, παρατηρεί, βιώνει τα όσα διαδραματίζονται, αγωνίζεται να τα κατανοήσει και να βρει τον τρόπο να πορευτεί και αυτός προς τα εμπρός δίχως όμως να απαρνηθεί την Παράδοση και το Παρελθόν.

            Το Δαιμόνιο, λοιπόν, που έχει κυριεύσει και ορίζει κάθε στιγμή της ζωής των μελών της οικογένειας Χριστοφή, μόνο κατ’ όνομα είναι σκοτεινό και φοβερό στην όψη. Όταν βγάζει τη μάσκα του, φανερώνεται η πραγματική του ταυτότητα. Μια δύναμη είναι, αστραφτερή και ακατανίκητη που οδηγεί όποιον βρίσκεται υπό την εξουσία της, εκεί που δίνονται οι μεγάλες μάχες, εκεί που γεννιούνται τα μεγάλα έργα.

            Θυσίες, όμως, μεγάλες, απαιτεί το Δαιμόνιο. Ακόμα και τον έρωτα, τον νόμο της ζωής, ζητά να στερηθούν όσοι είναι υπό την εξουσία του, λέγοντας πως η θαλπωρή, η ανάπαυση και η γαλήνη της συντροφικής ζωής, σβήνουν τη λαχτάρα για αναζήτηση, για αγώνα, για ζωή. Και σ’  όσους απορούν με το παράδοξο της άρνησης του έρωτα, το Δαιμόνιο, διά στόματος της Ιφιγένειας Χριστοφή, ζητά να μην απορούν και δηλώνει πως “ο κόσμος είναι γεμάτος ζητιανιά” για αγάπη κι ευτυχία. Μα, αλίμονο σε  όσους δεν καταφέρουν την ουσία του Δαιμονίου να αντιληφθούν, θύματά του, αθώα, μπορεί να γίνουν. Σαν τον Τζιν Μάρτιν που δεν κατάφερε να ερμηνεύσει τα όσα ήταν γραμμένα στης Ιφιγένειας την ψυχή.

    Επιγραμματικά, θα μπορούσε κάποιος να πει ότι το Δαιμόνιο των Χριστοφήδων, η ακατανίκητη αυτή δύναμη που οδηγεί στους μεγάλους δρόμους της οικουμένης, άλλο δεν είναι από το Ελεύθερο Πνεύμα που είχε κυριεύσει τη Γενιά του ‘30. Υποταγμένος, ίσως, ακόμα και ο Εμπειρίκος στο Δαιμόνιο, ύμνησε την ποίηση ανεβαίνοντας σε στίλβον ποδήλατο ή τραγούδησε το υπερωκεάνειο που βαρέθηκε κι εγκατέλειψε τα βρωμερά νερά των αγκυροβολίων.  Ίσως, τέλος, κι ο ίδιος ο Σεφέρης, τις προσταγές του Δαιμονίου ακολουθώντας, εκφράστηκε με λόγο ποιητικό για τον μεγάλο δρόμο του Συγγρού, τον δρόμο που  βγάζει στη θάλασσα, τον δρόμο, δηλαδή, που οδηγεί στο πνευματικό ταξίδι...

[Γιώργος Θεοτοκάς, Το Δαιμόνιο, Εκδόσεις ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ "ΕΣΤΙΑΣ", Αθήνα 1989]

Τρίτη 14 Μαΐου 2024

Φεύγουσα, της Ανδρομάχης Χουρδάκη


            Φεύγουσα Κόρη. Ένα θαυμάσιο γλυπτό βγαλμένο απ’ το εργαστήρι του Αγοράκριτου, μαθητή του Φειδία για το οποίο διαβάζουμε στον Οδηγό του Αρχαιολογικού Χώρου και του Μουσείου της Ελευσίνας στην σελ. 211: “...καμιά αλλοίωση στα χαρακτηριστικά του προσώπου δεν προδίδει τρόμο ή αγωνία (λόγω της φυγής)... ο τεχνίτης δε θέλησε να θυσιάσει την ομορφιά της Κόρης για να αποδώσει φυσιοκρατικά τα έντονα συναισθήματα ... δηλαδή, προτίμησε το κάλλος από την αληθοφάνεια...” Ποια είναι όμως η Φεύγουσα Κόρη; Ποια είναι η ταυτότητά της; Να 'ναι η Περσεφόνη που αναχωρεί από τον δίχως φως γάμο που της ορίστηκε από τη θεϊκή βουλή; Να 'ναι μια απ' τις Ωκεανίδες ή να 'ναι η Εκάτη που τα χέρια της δεν άντεξαν το βάρος από τις δάδες που κρατούσε για να φωτίζει το δρόμο της απόδρασης της Περσεφόνης από το σκοτάδι προς το Φως;

     Όποια και να είναι η Φεύγουσα, αυτό το υπέροχο μαρμάρινο γλυπτό που βρέθηκε να κείτεται στην ιερή γη της Ελευσίνας, στις μέρες μας έγινε πηγή έμπνευσης για την Ανδρομάχη Χουρδάκη, η οποία συνέγραψε το θεατρικό έργο με τίτλο "Φεύγουσα" “σε έξι πράξεις και στον ουρανό της ποίησης”.

        Η συγγραφέας, και μαζί της και εμείς, οι αναγνώστες, ακολουθούμε την Φεύγουσα Κόρη στο ταξίδι της. Ένα ταξίδι που αν και μπορεί να έχει κάποιες στάσεις αναγκαίας καταφυγής, είναι σε κάθε περίπτωση ένα ταξίδι γενναίας φυγής, πάντα προς τα εμπρός. Το παρελθόν της Φεύγουσας Κόρης αν και βαρύ και φορτωμένο με πόνο και πένθος, δεν βραδύνει τα βήματά της. Σε κάποιους σταθμούς της πορείας της, χαρίζει την αγάπη όπως αυτή την εννοεί. Μα οι άλλοι, αλλιώς την λογαριάζουν την αγάπη.  Αυτό, το γνωρίζει καλά η Φεύγουσα. Όπως καλά γνωρίζει πως στο τέλος παραμονεύει η προδοσία. Έχει τη δύναμη όμως και φεύγει από το ψέμα, “σφιχταγκαλιασμένη με την μοναξιά της”.

            Η Φεύγουσα, ιέρεια της Περσέφασσας, καταφύγιο έχει δώσει σ’ όλες του κόσμου τις γυναικείες ψυχές, μες στη δική της την ψυχή. Κι είναι οι ψυχές των γυναικών βαριές από πληγές αρχαίες και κατάρες που χάνονται στου χρόνου τις αρχές. Μα δε φοβάται η Κόρη. Πορεύεται μπροστά, όλο μπροστά και τις πληγές παλεύει να κλείσει και τις παλιές κατάρες παλεύει να σβήσει. Για χάρη της κυράς της, για χάρη όμως και του πλήθους των ψυχών των γυναικών που μέσα στη δική της ψυχή κλείνει.

            Η Φεύγουσα, φέρει εντός της την απώλεια, το πένθος, τον χαμένο έρωτα. Κι όμως, αντί το μαύρο να την κομματιάσει, δύναμη ώριμη της δίνει, τα βήματά της σταθερά και σίγουρα τα κάνει κι όνειρα για τα μελλούμενα γεννά. Ταξιδεύει η Φεύγουσα και σ’ όμορφους τόπους φτάνει. Μα όσο κι αν είναι όμορφος ο τόπος, το χρέος της να βρει όσα κρυμμένα αιώνες την προσμένουν, δε λησμονεί. Κι έτσι, δεν μένει, φεύγει.

            Από τις πιο συγκλονιστικές στιγμές της πορείας της Φεύγουσας, κατά την άποψή μου, η ώρα που φτάνει στον “ξεχασμένο κήπο της ζωής”, η ώρα που αναλογίζεται το παρελθόν της. Μόνη της έχει οδοιπορήσει ως εκεί, με τη μοναξιά βασιλικό στέμμα κι ακάνθινο στεφάνι μαζί, στην κεφαλή της. Ξαποσταίνει για λίγο και τ’ αγάλματα του κήπου καμαρώνει. Θυμάται πως έχει βρεθεί κι αυτή σε κήπο μυστικό κι έχει συνομιλήσει πολλές φορές με τ’ αγάλματα και ορμήνειες απ’ αυτά έχει λάβει. Και μαζί με τη Φεύγουσα, τα δικά μας, θυμόμαστε, τ’ αγάλματα, που άλλα δεν είναι από  τις μνήμες των ανθρώπων που δεν είναι πια κοντά μας. Μέσα στον ξεχασμένο κήπο, βλέπουμε την Φεύγουσα να θέλει να πλύνει το πουκάμισό της και ριγά η ψυχή μας. Ίσως γιατί θυμόμαστε την συνήθεια του πένθους αλλοτινών καιρών, να φορούν οι γυναίκες το ίδιο πουκάμισο κατάσαρκα ίσως και για έναν ολόκληρο χρόνο. Η ώρα της πλύσης του πουκάμισου, λοιπόν, η ώρα που η Κόρη αποφασίζει πως πλησιάζει πια η ώρα της λήξης του πένθους αιώνων.

            Με λαβύρινθο μοιάζει η πορεία της Φεύγουσας προς την εύρεση του τόπου όπου είναι κρυμμένα τα σημάδια του ονείρου της, του ονείρου που την οδηγεί στη φυγή. Ενώνεται η φωνή της ψυχής του αναγνώστη με τη φωνή του χορού, και την καλεί να μη φοβηθεί και της θυμίζει πως τα κρίματα τα παλιά που θα δει να φανερώνονται μπροστά της, κρίματα δικά της δεν είναι.

            Δύσκολο να σχολιάσει κανείς την ώρα που η Φεύγουσα βρίσκει ό,τι αναζητά. Ένα ταπεινό, μπακιρένιο δισκοπότηρο, στολισμένο με σκαλισμένα ανθάκια. Ταπεινό, αλλά πλήρες γνώσης, επίγνωσης, χάρης, δικαίωσης, ιδεών, ελπίδας και γιατρειάς της παλιάς αδικίας στο γένος των γυναικών. Κι είναι τόσο σημαντικό μες στην ταπεινότητά του ετούτο το δισκοπότηρο που μόνο σε καθαγιασμένο τόπο τού αξίζει, από άξια χέρια, να τοποθετηθεί.

            Θα ‘λεγε κανείς ότι ολοκληρώνεται η πορεία της Φεύγουσας, στον χώρο και τον χρόνο, στο τέλος του εξαιρετικού, και πλήρους ποιητικότητας, θεατρικού έργου της Ανδρομάχης Χουρδάκη. Κι όμως, όχι. Αν ολοκληρωνόταν, Φεύγουσα δε θα ‘ταν το όνομά της. Κι έμεινε άραγε κάποιο σημάδι της στους τόπους απ’ όπου πέρασε; Στη βίλα της Αυγής τα βήματά σας αν σας φέρουν, δίπλα απ’ τη στέρνα με τα χρυσόψαρα, στον τόπο όπου φανερώνεται το πρώτο Φως του λυκαυγούς, μια δάφνη θεριεμένη θα βρείτε, θυμητάρι Σοφίας, θυμητάρι της Γνώσης που η Φεύγουσα παρέδωσε σε χέρια βασανισμένα από την προσμονή και τη μοναξιά, σε χέρια που ήταν μαθημένα να προσμένουν τ’ όνειρο...

 

[Ανδρομάχη Χουρδάκη, Φεύγουσα, εκδόσεις Ραδάμανθυς, Χανιά 2020]

Τετάρτη 24 Απριλίου 2024

 

            Κουστούμι στο χώμα, της Ιωάννας Καρυστιάνη

Κυριάκος Ρουσιάς, το όνομα του κεντρικού ήρωα της Ιωάννας Καρυστιάνη στο μυθιστόρημά της με τίτλο “Κουστούμι στο χώμα”. Σαράντα τριών χρονών πια, ο Κυριάκος, διαπρεπής επιστήμονας στις Ηνωμένες Πολιτείες με σημαντική θέση ανάμεσα στους μοριακούς ερευνητές του Εθνικού Ινστιτούτου Υγείας στο Φρέντερικ. Απόλυτα επιτυχημένος στον χώρο της επιστήμης αλλά με προσωπική ζωή όλο “τάξη και πλήξη” σαν τους δρόμους της πόλης όπου ζει, που η αριστερή τους πλευρά βαρέθηκε να βλέπει τη δεξιά. Το εργαστήριο είναι ο τόπος όπου περνά το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου του ενώ οι λιγοστοί συμπατριώτες με τους οποίους συναναστρέφεται δε γνωρίζουν παρά ελάχιστα μόνο για την οικογένειά του στην Κρήτη.

       Ο λόγος για τον οποίο έχει βρεθεί ο Κυριάκος Ρουσιάς στον ξένο τόπο δεν είναι άλλος από την επιβεβλημένη από τον πατέρα του εξορία για να μη γίνει το επόμενο θύμα της βεντέτας που ταλανίζει την οικογένειά τους από το 1949. Με πολύ ταπεινή αιτία, “διά δύο αίγας”, ξεκίνησε ο κύκλος του αίματος των Ρουσιάδων. Η, “δι’ ασήμαντο αφορμή”, λοιπόν, βεντέτα που έγινε η αιτία να εξοριστεί ο Κυριάκος από την πατρική γη, με ηφαίστειο ενεργό αλλά εν υπνώση μοιάζει, από το 1972, οπότε και γίνεται το τελευταίο διπλό φονικό: του ξαδέρφου και του πατέρα του.

   Μέσα στη σιωπή ζει λοιπόν ο Κυριάκος στην Αμερική. Δεν μιλά για το παρελθόν και για όσα έγιναν στο οροπέδιο του Παγωμένου. Όσο περνά όμως ο καιρός, η σιωπή, η επιβεβλημένη από την οικογένεια αλλά και από τον ίδιο, βαραίνει πολύ, γίνεται αβάσταχτη. Κι έτσι, παίρνει την απόφαση της επιστροφής. Δύσκολη και επικίνδυνη η απόφαση αυτή. Γνωρίζει ο Κυριάκος ότι το οροπέδιο θα πιστέψει πως επιστρέφει για να ξυπνήσει το ηφαίστειο της εκδίκησης, μα την απόφασή του δεν την αλλάζει. Επιστρέφει.

     Με ανακούφιση σχεδόν, ο αναγνώστης συνειδητοποιεί τον λόγο της επιστροφής. Ο Κυριάκος Ρουσιάς, δεν γυρίζει πίσω για να ζητήσει εκδίκηση για το φόνο του πατέρα του. Δεν υπερασπίζεται τον πατέρα του, δεν αρνείται την ενοχή του, αναγνωρίζει ότι έχει αφαιρέσει μια ζωή. Κι είναι η ζωή, κάθε ζωή, γλυκιά. Ο Κυριάκος Ρουσιάς γυρίζει στο οροπέδιο όχι για να σκοτώσει τον άλλο Κυριάκο, τον ξάδερφο, μα για να αναμετρηθεί με της ψυχής το βάρος, με τα λάθη, τη θλίψη, την ενοχή και την αγωνία την οικογενειακή. Όπλο μοναδικό στα χέρια του η μνήμη, κι η μνήμη, ακούμε τον Κυριάκο να συλλογάται, είναι ελευθερία και η ελευθερία είναι επιείκεια και αγάπη.

     Κι έρχεται η ώρα της συνάντησης των δυο Ρουσιάδων. Νύχτα, γιατί της νύχτας το σκοτάδι αδερφικό αίμα με το σκοτάδι της ψυχής τους έχει. Ανατριχιάζει ο αναγνώστης την ώρα που ο ψηλός Κυριάκος δηλώνει πως γι’ αυτή την νύχτα γύρισε κι ύστερα, βγάζει τα ματογυάλια του και ενώ χάνει την όραση του εξωτερικού κόσμου νιώθει να ενεργοποιείται η εσωτερική, της ψυχής του, η όραση. Η τελετουργία που ακολουθεί, αρχέγονη. Λιγοστές, αντρίκειες κουβέντες και χοές νεκρικές, χάμω, στα βότσαλα. «Μόνο το κουστούμι είναι στο χώμα. Το σώμα το παίρνει η ψυχή μαζί της στον ουρανό. Τα οστά είναι ένα ενθύμιο», μονολογεί ο ξάδερφος Ρουσιάς. Κι είναι σαν σκέφτεται φωναχτά. Κι είναι σαν να παλεύει να γλυκάνει τον πόνο που βαστά χρόνους πολλούς. Σαν να παλεύει να καταλάβει τα όσα γίναν σε χρόνους παλιούς, για να βρει τη δύναμη και να ζήσει, αν τα καταφέρει, τα όσα η ζωή θα του φέρει. Η κορύφωση του δράματος συντελείται τη στιγμή που χαράζει και αδειάζουν οι δυο Κυριάκοι τα όπλα στη θάλασσα. Όχι για να πλυθούν τα κρίματα τα παλιά και τα λιγότερο παλιά, μα για να βουλιάξει σα σίδερο η οργή στα πιο μεγάλα βάθη.

    Η Ιωάννα Καρυστιάνη χρησιμοποιεί την ιστορία των Ρουσιάδων για να μιλήσει, με αριστοτεχνικό, κατά την άποψή μου, τρόπο για τη βεντέτα, τα “οικογενειακά” όπως τα ‘λεγαν παλιότερα οι παππούδες στα χωριά μας, αλλά όχι μόνο για αυτά. Γύρω από την κεντρική ιστορία, στήνει ένα ολόκληρο σκηνικό, θεατρικό θα μπορούσαμε να πούμε, πάνω στο οποίο παρουσιάζονται πολλά και σημαντικά. Η καθημερινή ζωή στις ορεινές κοινότητες της Νήσου, η σκληράδα του τόπου και των ανθρώπων, οι αντιλήψεις, το εθιμικό δίκαιο, η βία ως πράξη δικαίου και τα αποτελέσματα της βίας σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο. Ιδιαίτερη σημασία, επίσης, δίνει η συγγραφέας στην παρουσίαση της θέσης της γυναίκας σε  αυτές τις κοινότητες και στους ρόλους που καλείται, υποτασσόμενη στις κοινωνικές επιταγές, να διαδραματίσει. Τελειώνοντας το σύντομο ετούτο σχόλιο στο μυθιστόρημα της Ιωάννας Καρυστιάνη, θεωρώ σωστό να σημειώσουμε ότι πρόκειται για ένα πολυεπίπεδο έργο και ως τέτοιο, μας καλεί να μην περιοριστούμε στην πρώτη ανάγνωση. Τα στοιχεία του πολλά και άξια να τα ανακαλύψουμε.

 

[Ιωάννα Καρυστιάνη, Κουστούμι στο χώμα, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2000]

Πέμπτη 28 Μαρτίου 2024



 Αθώοι και Φταίχτες, της Μάρως Δούκα

(στις γραμμές του μύθου και της ιστορίας)


     Αρχίζοντας την ανάγνωση του βιβλίου “Αθώοι και Φταίχτες” της Μάρως Δούκα, νιώθουμε ότι η συγγραφέας μάς παρασύρει σε ένα ταξίδι στον χώρο και τον χρόνο και μάς καθιστά θεατές σε μια παράδοξη συνάντηση. Το παρόν των Χανιών συναντιέται με το παρελθόν. Ένας μουσουλμάνος λαχταρά να συναντηθεί με τους χριστιανούς συγγενείς του. Η Αθωότητα συναπαντιέται με την Ενοχή, σαν συγγενείς που αντικρίζουν και πασχίζουν να γνωρίσουν ο ένας τον άλλον, για πρώτη φορά.

    Θεατής, λοιπόν, ο αναγνώστης, μιας συνάντησης που έχει πολλά να του προσφέρει, σε πολλά επίπεδα. Τα ιστορικά στοιχεία, παρουσιασμένα όχι μέσω εγχειριδίων εθνικής ιστορίας αλλά μέσω της καθημερινότητας των απλών ανθρώπων, είναι σαφώς σημαντικά και δίνουν με εξαιρετικό τρόπο, μία σαφή, ειλικρινή, αν και σκληρή αρκετές φορές, εικόνα για τα γεγονότα στην Νήσο και τα Χανιά πριν την Ένωση αλλά και μετά, στα χρόνια της Ανταλλαγής των Πληθυσμών. Η πλοκή του μυθιστορήματος όμως, δεν εξελίσσεται μόνο στο ιστορικό παρελθόν αλλά και στο παρόν των Χανιών. Ένα σκληρό παρόν, πλήρες κοινωνικών προβλημάτων και δύσκολων καταστάσεων.

    Οι δύσκολες αυτές καταστάσεις, δίνουν την αφορμή στη συγγραφέα να μιλήσει για όσα θεωρεί πως έχει χρέος να πει ως άνθρωπος του πνεύματος. Αδύνατον να απαριθμήσει κανείς σε ένα σύντομο σχόλιο σαν και τούτο, το σύνολο των σημείων προβληματισμού που προσφέρει η ανάγνωση του βιβλίου. Ενδεικτικά, να αναφέρουμε κάποια από αυτά: Είναι σημαντικό να μην ξεχνάμε πως οι μικρές πράξεις που πολλές φορές τις μετρούμε για ασήμαντες, βαραίνουν πιο πολύ στη ζυγαριά απ’ όσο τα μεγάλα έργα, τα ηρωικά. Γιατί οι μικρές πράξεις σαν αθροιστούν, δύνανται να αλλάξουν προς το καλύτερο ή προς το χειρότερο τη ζωή του ανθρώπου. Άλλη σημαντική διαπίστωση της συγγραφέως είναι το γεγονός ότι η άρνηση του ανθρώπου να περιοριστεί στο ορατό και το χειροπιαστό, ανέκαθεν ήταν πηγή δυστυχίας αλλά και εφαλτήριο νέων αναζητήσεων. Δεν μπορούμε, επίσης, παρά να συμφωνήσουμε με την άποψη περί ιδεολογίας και φαντασιοπληξίας. Ο ιδεολόγος, δεν επιτρέπεται να είναι φαντασιόπληκτος. Ο ιδεολόγος θέτει το δυνατό στην υπηρεσία του πραγματικού, ο φαντασιόπληκτος όμως, το υποτάσσει στην εξυπηρέτηση της δικής του ουτοπίας. Επίσης, οι δύσκολες καταστάσεις του παρόντος και του παρελθόντος των Χανιών, δίνουν τη δυνατότητα στη συγγραφέα (όπως η ίδια έχει δηλώσει σε συνέντευξή της) και κατ’ επέκταση και σ’ εμάς τους αναγνώστες, να σταθεί και να σταθούμε με θάρρος απέναντι σε προκαταλήψεις αιώνων, να διαπιστώσει και να διαπιστώσουμε ότι το κακό και το αποτρόπαιο δεν έχει ταυτότητα ορισμένη από αόρατες δυνάμεις, αλλά γεννιέται από τις πράξεις τις ανθρώπινες.

    Στόχος, θαρρώ, κεντρικός, της Μάρως Δούκα, δεν είναι άλλος παρά να κάνει Αθώους και Φταίχτες του παρελθόντος, του παρόντος μα και του μέλλοντος, να βρουν τη δύναμη να αναζητήσουν σημεία που θα τους οδηγήσουν σε συμβίωση. Πώς θα γίνει αυτό, θα αναρωτηθείτε. Όταν η Αθωότητα καταφέρει να ανακαλύψει εντός της την καλά κρυμμένη Ενοχή, τότε ίσως και η Ενοχή βρει τη δύναμη να φανερώσει τα δικά της, βαθιά κρυμμένα και αποξεχασμένα σημάδια Αθωότητας. Και τότε, όλοι, δε θα μιλούν πια για Κριαράδες, Φούμηδες και Καούρηδες, φαμίλιες περήφανες και απόμακρες, μα θα μιλούν για τον Αρίφ, την Ελεονώρα, τον Πανάρη, την Αϊσέ, ανθρώπους, που με εφόδιο την αθωότητα αλλά και την αποδοχή της δικής τους ευθύνης, θα πορεύονται μαζί, σε καλά και ασφαλή μονοπάτια.


[Μάρω Δούκα, Αθώοι και Φταίχτες (στις γραμμές του μύθου και της ιστορίας), εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 2004]

και,

[Μάρω Δούκα, Αθώοι και Φταίχτες (στις γραμμές του μύθου και της ιστορίας), εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2023]

Παρασκευή 23 Φεβρουαρίου 2024

 

Ανήφορος, του Νίκου Καζαντζάκη

Περίσσεψε η ανθρώπινη η ανάγκη στους καιρούς τους τωρινούς. Ψάχνει η ψυχή χέρι γερό να την κρατήσει, μη γονατίσει, κι άλλο γερότερο δε βρίσκει από το χέρι του μεγάλου διανοητή της Νήσου.

 Ένα χειρόγραφο λοιπόν, του Καζαντζάκη, ξεχασμένο σχεδόν, βγήκε από της σιωπής τη χώρα, βιβλίο γίνηκε κι έφτασε στα χέρια όσων λαχταρούν η δύναμη της λέξης η μεγάλη, δύναμη της καρδιάς τους να γενεί.

            Μετά τον μεγάλο πόλεμο, η φρίκη και η καταστροφή που απλώθηκαν στον κόσμο, γέννησαν στην ψυχή του συγγραφέα το χρέος να γράψει για όσα πρέπει ο άνθρωπος να μην ξεχνά, για όσα πρέπει ο άνθρωπος Αγώνα να κάνει. Το κεντρικό πρόσωπο του έργου, ο Κοσμάς. Άνθρωπος του Πνεύματος, άνθρωπος της Ευθύνης, προφανώς ο ίδιος ο Καζαντζάκης.

            Ταξιδεύει ο Κοσμάς στην Νήσο, στον Κόσμο μα και στης Μοναξιάς τη γη. Όχι για να γνωρίσει το καινούργιο, μα για να ανα-γνωρίσει και να υπενθυμίσει στον εν ανάγκη αναγνώστη Αλήθειες μεγάλες. Όταν τελειώνει ο πόλεμος και επιστρέφει στην Νήσο ο Κοσμάς, νιώθει πως πρέπει να δώσει λογαριασμό για όσα έκαμε στη μέχρι τότε ζωή του. Ο τόπος, ο σημαδεμένος από τις θηριωδίες του κατακτητή, θαρρείς τού ζητά να κάμει λογαριασμό και να πει αν βάδισε άτρομος κάτω απ’ το Φως, μακριά απ’ τους ίσκιους. Τα ματωμένα απ’ τους Αγώνες λιθάρια τού φωνάζουν να μη φοβάται τον θάνατο. Μόνο εχθρό του, τη φθορά να λογαριάζει. Στην Νήσο επιστρέφει ο Κοσμάς όχι μόνος του, μα με την ευαίσθητη και εύθραυστη γυναίκα του τη Νοεμή που, φέροντας πάνω της τα σημάδια και τις ρωγμές που γέννησε ο πόλεμος, μοιάζει περισσότερο με σκιά ανθρώπου που δεν μπορεί να ξεχάσει, δεν ελπίζει και δεν προσμένει να σβήσει η βαριά θλίψη από την ψυχή της. Το τέλος της, μοιάζει προδιαγεγραμμένο.

            Ταξιδεύει ο Κοσμάς στον Κόσμο και παλεύει να ενώσει τους ανθρώπους του Πνεύματος σε κοινό Aγώνα, ενάντια στον πόλεμο που πάντα παραμονεύει να σπείρει το χάος, ενάντια στην άλογη χρήση της επιστημονικής γνώσης που μπορεί να γίνει πηγή νέων δεινών. Παλεύει ο Κοσμάς κι όταν απογοητεύεται βλέποντας πως δεν έχουν όλοι την ίδια αγωνία για τα μελλούμενα, ανάσα παίρνει την ώρα που συναπαντιέται με την ξενιτεμένη ελληνική τέχνη και καμαρώνει την αλαφράδα  της – πάντα δυνατής – ύλης που βρίσκεται σε τέλεια ισορροπία με τη χάρη. Ταξιδεύει ο Κοσμάς, βλέπει τον μεταπολεμικό άνθρωπο να βασανίζεται, ζώντας σε μια εποχή κατώτερη των προσδοκιών του και τον καλεί να ονειρευτεί και να χτίσει τον δικό του κόσμο, «στο μπόι της καρδιάς του», απόλυτα δικό του, παντοδύναμο.

            Και στην Κρήτη και στην ξένη γη, ο Κοσμάς δηλώνει με κάθε του λόγο, με κάθε του πράξη, πως ο διαρκής Αγώνας είναι το μεγάλο χρέος του σύγχρονου πνευματικού ανθρώπου. Ο διαρκής Αγώνας που οδηγεί τον άνθρωπο ψηλότερα. Και δρόμος, γι’ αυτόν τον αγώνα, σωστότερος από τον  Ανήφορο, δεν υπάρχει.

            Ταξιδεύει ο Κοσμάς. Ταξιδεύει ο Καζαντζάκης. Και αγωνίζεται. Κι όταν πια η αποστολή του τελειώνει – αν τελειώνει ποτέ – συναντά τη Μοναξιά, συνθήκη ικανή να του δώσει τη δύναμη να κάνει και να καταγράψει την δική του, πνευματική εξομολόγηση, το δικό του ασκητικό όραμα. Παντοτινή υπενθύμιση προς εμάς. Να μην ξεχνάμε πως ανάμεσα σε δυο αβύσσους «…το μεταξύ διάστημα το λέμε Ζωή…» και «…σκοπός της εφήμερης ζωής είναι η αθανασία.»

[Νίκος Καζαντζάκης, Ανήφορος, Εκδόσεις Διόπτρα, Αθήνα 2022]

Παρασκευή 26 Ιανουαρίου 2024

 

Χρυσοβαλάντη και Ονούφρης, της Λίλας Τρουλινού

Μεταμορφώσεις, ο υπότιτλος της νουβέλας της Λίλας Τρουλινού. Κι εκείνη, τους αρχαίους θεούς που κι ο Οβίδιος ικέτεψε, παρακαλεί. Λαχταρώ, τους λέει, για τις αλλαγμένες, σε νέα σώματα, μορφές να πω. Θεοί, γιατί κι εσείς οι ίδιοι εκάματε τέτοιες αλλαγές, βοηθάτε με να αρχίσω ένα τραγούδι ασταμάτητο, από τις πρώτες τις αρχές του κόσμου ως τα τώρα…

Κι αφού λάβει η συγγραφέας τη βοήθεια που ζητά, αρχίζει με έναν μοναδικό τρόπο γραφής, να ξεδιπλώνει την ιστορία της Χρυσοβαλάντης και του Ονούφρη. Κι είναι η ιστορία αυτή πραγματικά σπουδαία μες στην απλότητά της. Γιατί η αγάπη των δυο αδελφιών γίνεται στημόνι που πάνω του, με αριστοτεχνικό τρόπο, υφαίνονται πολλά και θαυμαστά, άξια να προβληματίσουν τον αναγνώστη. Η τραχιά της Νήσου γη με τον πόνο που γεννά. Η γυναίκα και τα βάρη που καλείται να σηκώσει μες στην οικογένεια, σε ώρες δύσκολες. Βαριά συναισθήματα, σαν την οργή και την εκδίκηση, με τα οποία η κοινωνική αντιπαλότητα φαρμακώνει τις ψυχές των ανθρώπων. Οι φόβοι και οι ενοχές που φορτώνει στη γυναίκα η απόκλιση από τους κοινωνικά επιβεβλημένους ρόλους. Ο φόβος της κόλασης. Το ηθικό και το ανήθικο. Ο ορισμός του αρσενικού και του θηλυκού. Το χάος. Το μέλλον του κόσμου.

Όλα τα παραπάνω, με μαγικό τρόπο αποτυπωμένα στο χαρτί, συντροφευμένα από τα σχέδια της Παγώνας Ξενάκη. Θυμίζει όνειρο ο λόγος της συγγραφέως. Ένα όνειρο σαν τα όνειρα που πάλευαν τον προηγούμενο αιώνα, οι μεγάλοι της ψυχανάλυσης να ερμηνεύσουν. Ένα όνειρο που κάνει τον αναγνώστη να μένει εκστατικά άφωνος σε αρκετά σημεία, από τα οποία, ενδεικτικά, αναφέρω ένα: Την ώρα που κολυμπούν η Χρυσοβαλάντη κι ο Ονούφρης, σωστά δελφίνια σε αέναη κίνηση, θαρρείς πως στον βράχο πλάι σε μία από τις ηρωίδες, την Ιωάννα, έχει κοντοσταθεί ο Ηράκλειτος και της σιγοψιθυρίζει: Τα πάντα κυλούν. Τα πάντα αλλάζουν! Την ώρα όμως που η Ιωάννα βυθίζεται μες στο πηγάδι, τα πάντα νιώθεις να παγώνουν, να σταματούν. Κι είναι, ίσως, αυτή η στάση, η όψη του θανάτου…

Διαβάζοντας την νουβέλα της Λίλας Τρουλινού, της οποίας ένα - ίσως και το κυριότερο - μήνυμα, είναι η διαφορετικότητα και η αποδοχή της, σκέφτομαι πως ο λόγος της συγγραφέως, σε κάθε σελίδα του κειμένου, είναι βαθιά ποιητικός. Ένας ύμνος υπερρεαλιστικός θα μπορούσε να πει κάποιος.  Την ώρα που το αμάξι των ηρώων, «λαμπερή λάμα», γλιστρούσε «…στους μαιάνδρους του δρόμου, ανάμεσα σε κυκλικούς θάμνους, σάρκινα εξογκώματα στο τραχύ δέρμα του βράχου…» ταξίδεψα κι εγώ στον δικό μου χρόνο, τον προσωπικό. Στα χρόνια της εφηβείας γύρισα και κάθισα αθόρυβα, με ιερή συγκίνηση, στο θρανίο της τρίτης τάξης του Γυμνασίου. Στην έδρα, ο μεγάλος ποιητής και δάσκαλος, ο Γιώργης Μανουσάκης, με μια ερώτηση να βγαίνει από το στόμα του: «Τι είναι ποίηση;» Οι απαντήσεις μας απλοϊκές, παιδιάστικες, βγαλμένες από άπειρες ακόμη ψυχές. Κι ο δάσκαλος, μ’ ένα λιτό, ίσα ίσα διαγραφόμενο χαμόγελο, να χαράσσει στον πίνακα με την κιμωλία του, τον κατά Εμπειρίκο ορισμό: «Η ποίησις είναι ανάπτυξι στίλβοντος ποδηλάτου…». Αυτήν ακριβώς την αίσθηση είχα ταξιδεύοντας στις σελίδες αυτού του βιβλίου. Και θαρρώ πως την ίδια αίσθηση θα έχει και ο αναγνώστης που θα αποφασίσει να γνωρίσει τα όσα έζησαν στον κόσμο τους, η Χρυσοβαλάντη και ο Ονούφρης.

[Λίλα Τρουλινού, Χρυσοβαλάντη και Ονούφρης, εκδόσεις Περισπωμένη, Αθήνα 2023]

Τρίτη 2 Ιανουαρίου 2024

 

Φελιτσιτά, της Μάρως Δούκα

     Στο νέο της βιβλίο, η Μάρω Δούκα υφαίνει τον μυθιστορηματικό της ιστό γύρω από έναν κατ’ επιλογή άστεγο, τον Κωνσταντίνο (ή Κώστα ή Κωστή ή Κωστάκη) Καβουράκη. Θα είναι όμως λάθος και άδικο αν ο αναγνώστης θεωρήσει ότι κρατά στα χέρια του απλά ένα βιβλίο στο οποίο καταγράφεται η ιστορία ενός άστεγου από τους πολλούς που έχει γεννήσει και συνεχίζει να γεννά η εποχή μας.

    Ποιος είναι λοιπόν ο άστεγος ήρωας του μυθιστορήματος που κρατώ στα χέρια μου; Ο κάθε αναγνώστης μπορεί να δώσει τη δική του απάντηση μα, εγώ, στις μέρες της άστεγης ζωής του Κωνσταντίνου δε βλέπω να γίνεται λόγος παρά για την ανθρώπινη ψυχή που μοιάζει μεν να κατοικεί σε ομορφοχτισμένο και καλοσκεπασμένο σπιτικό, μα κινδυνεύει διαρκώς και φοβάται, κάθε ώρα και στιγμή, μη γκρεμιστεί το σπιτικό της και βρεθεί αντιμέτωπη με το σκοτάδι. Όχι της νύχτας, μα το άλλο, το φρικτότερο, το ανθρώπινο.

    Τι φταίει, αναρωτιέται κανείς, τι είναι αυτό που ξεσπιτώνει την ψυχή και την οδηγεί σε δρόμους εφιαλτικά μοναχικούς; Σκέφτομαι, και το βλέπω στην ιστόρηση του βίου του Κωνσταντίνου, πως ίσως να φταίει το χτίσιμο του σπιτικού της ψυχής και τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν γι’ αυτό. Γιατί, υπάρχουν φορές που χρησιμοποιήθηκαν υλικά φωτεινά και στέρεα σαν την αληθινή, τη δίχως απαιτήσεις κι ανταλλάγματα, γονεϊκή αγάπη και στοργή. Μα, άλλες φορές, κι είναι πολλές φοβάμαι, τα υλικά δεν είναι στέρεα καθώς τα γέννησε η βία των γονιών, η έλλειψη σεβασμού, η ταπεινωτική συμπεριφορά και οι προσβολές από τους συντρόφους, η πίκρα που γεννούν τα ανεκπλήρωτα όνειρα, μα και η θλίψη που γεννούν τυχαίες περιστάσεις στη ζωή.

    Κι η ίδια η ψυχή; Φταίει αποκλειστικά αυτή για το χάσιμο της στέγης της; Κάποιες φορές, ναι, φταίει η ψυχή. Γιατί, αντί να δουλέψει και να ενισχύσει τα καλά οικοδομικά υλικά του σπιτικού της, τα παραμελεί, παρασυρμένη από τη λάμψη την πλασματική των άλλων, των σκοτεινών υλικών. Κι αυτά, φωλιασμένα ανάμεσα στους λίθους τους καλούς, σαν το σίδερο που άλλη μοίρα δεν έχει από τη σκουριά, διογκώνονται και ξεθεμελιώνουν το σπιτικό. Μα άλλες φορές πάλι, ο φταίχτης έρχεται απ’ έξω. Θύελλες τρομαχτικές, το ξέρουμε όλοι, μπορεί να ξεσπάσουν στη ζωή κι όση κι αν είναι η τέχνη και η μαστοριά στο χτίσιμο, βαθιές ρωγμές ανοίγουν και την ψυχή ξεσπιτώνουν.

    Τι πρέπει να κάνει η ψυχή λοιπόν, για να μην καταλήξει άστεγη; Ένα και μόνο, να μην πάρει τον δρόμο του Κωνσταντίνου. Να μένει ξάγρυπνη. Τις πρώτες ρωγμές να νιώσει. Να βρει τη δύναμη να τις γιατρέψει σωστά κι όχι να τις σφραγίσει βιαστικά και πρόχειρα. Και το σπουδαιότερο, να μην ξεχνά πως η Ευτυχία υπάρχει. Και περιμένει να κατακτηθεί. Και να αποκτηθεί. Από άξιες ψυχές. Αν την ξεχάσει, η Ευτυχία θα ξεγλιστρήσει σαν αθόρυβο γατίσιο χάδι και θ’ απομείνει μονάχα ένας ψίθυρος, σαν απόηχος από εκείνο το παλαιικό ιταλικό τραγουδάκι: Φελιτσιτά…

    Η Φελιτσιτά είναι ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα, γεννημένο από την γραφή της αγαπητής στο αναγνωστικό κοινό, Μάρως Δούκα. Ένα μυθιστόρημα για τον σύγχρονο, εν κινδύνω, άνθρωπο μα και για ολόκληρη την σύγχρονη, εν κινδύνω, κοινωνία. Ένα μυθιστόρημα που γεννά προβληματισμό και σημαίνει συναγερμό ψυχής. Μικρή, αλλά σπουδαία κατά την άποψή μου, λεπτομέρεια: ο τόπος προέλευσης, καταγωγής θα λέγαμε καλύτερα, της Φελιτσιτά, δεν είναι άλλος από ένα κατάστημα με βιβλία, βιβλιοπωλείο ή μικρό εκδοτικό οίκο. Το μήνυμα σαφές. Η ανάγνωση οδηγεί σε γνώση. Γνώση ουσίας...

[Φελιτσιτά, Μάρω Δούκα, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2023]